Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου με την απόφασή του της 22ας
Νοεμβρίου 2016 μείωσε τις ποινές κατά 3 έτη των καταδικασθέντων με την
πρωτόδικη απόφαση του Κακουργιοδικείου για σεξουαλική εκμετάλλευση δύο ανήλικων
κοριτσιών που συνέβη το 2014 στη Λάρνακα.
Ειδικότερα, οι εφέσεις στρέφονταν εναντίον της απόφασης του
Κακουργιοδικείου με την οποία τους επέβαλε διαδοχικές ποινές φυλάκισης, κατόπιν
παραδοχής τους, σε αριθμό
κατηγοριών, για σεξουαλικής φύσεως, κυρίως,
αδικήματα. Θύματα ήταν δύο ανήλικες, 14μιση και 15μιση ετών κατά το χρόνο
τέλεσης των πράξεων.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος, 55 ετών κρίθηκε ένοχος σε τέσσερις
κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 10 του περί
της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της
Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2007, Ν.87(Ι)/07 και του επιβλήθηκε συνολική
ποινή 12 ετών.
Ο δεύτερος, 33 ετών, κρίθηκε
ένοχος σε κατηγορία διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 μέχρι 16 χρόνων, κατά
παράβαση του άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, σε κατηγορίες
κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και προμήθειας του ίδιου ελεγχόμενου
φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο αντίστοιχα, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών
Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν.29/77 και σε τρεις κατηγορίες
σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση του άρθρου 10 του Ν.87(Ι)/2007 και
του επιβλήθηκε συνολική ποινή 10 ετών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε στην απόφασή του ότι από τα
γεγονότα, όπως τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δεν προέκυπτε η ύπαρξη
γνώσης από την πλευρά των δραστών της οικονομικής και κοινωνικής δυσπραγίας των
ανήλικων θυμάτων, ως πραγματικό γεγονός.
Επίσης το Δικαστήριο θεώρησε πως η ομολογία και η παραδοχή
και των δύο εφεσειόντων δεν είχε την ανάλογη αντανάκλαση στην ποινή καθώς επίσης
και ότι το Κακουργιοδικείο, έδωσε μόνο φραστική σημασία στην ουσιαστική βοήθεια
του δεύτερου δράστη προς τις ανακριτικές αρχές, με την εκούσια αποκάλυψη
στοιχείων που οδήγησαν στον εντοπισμό μιας εκ των ανηλίκων (την οποία οι
ανακριτικές αρχές αδυνατούσαν να εντοπίσουν), και την, κατ΄επέκταση, διαπίστωση
των κρίσιμων γεγονότων.Η συνεργασία αυτή έπρεπε να είχε την ανάλογη
μείωση στο ύψος της ποινής, σύμφωνα με το Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, ο γενικός κανόνας είναι
ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές σε αδικήματα που είναι όμοια ή
σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μιας ενιαίας συμπεριφοράς (Αχιλλέως ν.
Αστυνομίας (1989)
2 Α.Α.Δ. 331), για να μην οδηγηθεί η συνολική ποινή που θα επιβληθεί, σε
υπερβολή. Παράλληλα, το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να
επιβληθούν, θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία με τη σοβαρότητα των επί μέρους
κατηγοριών (Τραλαλάς ν. Αστυνομίας (2004)
2 Α.Α.Δ. 323), και να είναι δίκαιο.
Ενόψει αυτών το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιβληθείσες από το
Κακουργιοδικείο ποινές πρέπει να αναθεωρηθούν από το Εφετείο και να μειωθούν
αναλόγως ώστε να είναι απαλλαγμένες από τα διαπιστωθέντα λάθη του
Κακουργιοδικείου, καθώς η αρχή της συνολικότητας της ποινής επιβάλλει όπως
η αθροιστική ποινή να μη ξεπερνά το ανώτατο όριο του κανονικού φάσματος των
ποινών που επιβάλλονται στην συγκεκριμένη κατηγορία των αδικημάτων, στην οποία
το πιο σοβαρό από τα αδικήματα που διέπραξε, ο κάθε ένας από τους εφεσείοντες,
ανήκει (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2007)
2 Α.Α.Δ. 21).
Κατόπιν αυτών το Δικαστήριο μείωσε την ποινή του πρώτου
δράστη από τα 12 έτη στα 9 έτη φυλάκισης και του δευτέρου από 10 σε 7 έτη
φυλάκισης. (δημοσίευση απόφασης: cylaw.com/ περίληψη: cylegalnews.com)
Σχόλια