To Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου κατά τη δευτεροβάθμια
διαδικασία απέρριψε την έφεση που άσκησε ιερέας που είχε καταδικαστεί πρωτόδικα
σε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών αφού κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της κλοπής υπό
αντιπροσώπου, ποσού €3200. Η υπόθεση αφορούσε σε ιδιώτη, ο οποίος ευρισκόμενος σε
δυσχερή οικονομική κατάσταση διωκόμενος για ακάλυπτες επιταγές απευθύνθηκε στον
ιερέα, για να τον βοηθήσει. Ο ιερέας τον διαβεβαίωσε ότι θα
προσπαθούσε να
πωλήσει στην εκκλησία ένα χωράφι ιδιοκτησίας του ιδιώτη έτσι ώστε να εισπράξει
χρήματα και να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του. Του ζήτησε επίσης το ποσό των
€3200, προς το σκοπό πληρωμής των φόρων μεταβίβασης του εν λόγω τεμαχίου γης
και προκειμένου ακόμη να είναι σε καλύτερη θέση να διαπραγματευθεί το χρέος
του. Ο εν λόγω ιδιώτης εμπιστεύθηκε τον ιερέα λόγω και του σχήματός του και του
έδωσε το πιο πάνω ποσό, χρήματα τα οποία εξασφάλισε η σύζυγος του από την
πώληση των χρυσαφικών της οικογένειας σε έμπορο πολυτίμων μετάλλων. Τελικά οι
προσπάθειες για συμβιβασμό των ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων ναυάγησαν και ο ιερέας
κατακράτησε το επίδικο ποσό, αρνούμενος ότι το έλαβε από τον ιδιώτη.
Το δικαστήριο απέρριψε την έφεση του ιερέα και με την
απόφασή του έκρινε ότι «δεν χωρούν περιθώρια επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο
με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και
προέβη στα ανάλογα ευρήματα. Η προσέγγιση του δικαστηρίου ήταν ευλόγως
επιτρεπτή και επαρκώς αιτιολογημένη. Οι οποιεσδήποτε μικροαντιφάσεις μεταξύ των
μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά και η όποια μαρτυρία περιστρεφόταν γύρω
από άλλα ζητήματα…αφορούσαν ζητήματα επουσιώδη και πέραν της σφαίρας του πυρήνα
της υπόθεσης και ορθά δεν επέδρασαν στην τελική κρίση του δικαστηρίου».
Επίσης κρίθηκε ότι «η επιλογή επιβολής ποινής φυλάκισης, ως
θέμα αρχής, ήταν ορθή και δικαιολογημένη, με βάση όχι μόνο το είδος του
αδικήματος, αλλά και τις περιστάσεις που το περιέβαλλαν. Συγκεκριμένα, ο
Εφεσείων, εκμεταλλευόμενος το σχήμα του και την απελπιστική θέση του παραπονούμενου,
απέκτησε την εμπιστοσύνη του και χωρίς ίχνος δισταγμού ή μεταμέλειας
οικειοποιήθηκε το επίδικο ποσό, γνωρίζοντας τις άθλιες οικονομικές συνθήκες του
θύματος και το γεγονός ότι τα χρήματα αυτά προήλθαν από την πώληση των
χρυσαφικών της οικογένειας του παραπονούμενου. Επιπρόσθετα, στοιχείο επίσης
επιβαρυντικό, είναι το ότι δεν υπήρξε κανενός είδους αποζημίωση μέχρι και
σήμερα, ούτε, βεβαίως και οποιαδήποτε μεταμέλεια του Εφεσείοντα». (δημοσίευση
απόφασης: cylaw.com)
Σχόλια