Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος
Στιγμιότυπο από τη δίκη για την υπόθεση Σόφρι |
Τις πολύπτυχες και πολυσύνθετες εκφάνσεις της άσκησης του
δικαστικού λειτουργήματος αναγνωρίζουν όλοι, ιδιαίτερα οι απασχολούμενοι στο
νομικό χώρο, ανεξαρτήτως συμπαθειών, αντιπαθειών ή εμπαθειών προς το δικαστικό
σώμα. Ο δικαστής, κατά την δικαστική διαδικασία, καλείται να μπει και σε ξένα
χωράφια προκειμένου να φτάσει με κάθε τρόπο και μέσο σε μια ακλόνητη δικανική
κρίση. Τον ρόλο του ως ιστορικού σε αυτή τη διαδικασία περιγράφει ο Ιταλός συγγραφέας
και ο ίδιος ιστορικός Κάρλο Γκίνζμπουργκ στο έργο του «ο δικαστής και ο
ιστορικός» με αφορμή μια πολύκροτη δίκη που απασχόλησε τη γειτονική χώρα πριν
χρόνια.
Πρόκειται για την περίφημη υπόθεση «Σόφρι» και συγκεκριμένα
τη δίκη για τη δολοφονία του αστυνομικού διοικητή του Μιλάνου Καλαμπρέζι το
1972, η οποία αποδόθηκε σε στελέχη της ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua
και ειδικότερα στους Σόφρι, Πιετροστέφανι και Μπομπρέσι. Η βασική ιδιαιτερότητα
της υπόθεσης συνίσταται στο ότι, αν και η δολοφονία του Λουίτζι Καλαμπρέζι
συνέβη στις 17 Μαΐου του 1972, η δίκη για την υπόθεση ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο του Μιλάνου 17 ολόκληρα
χρόνια μετά, στις 27 Νοεμβρίου 1989, μετά από την ομολογία του Λεονάρντο
Μαρίνο, παλιού μέλους της Λότα Κοντίνουα, ο οποίος αποκάλυψε και τα ονόματα των
υπόλοιπων κατηγορουμένων ως συνεργών του σχεδίου δολοφονίας.
Ο δικαστής λοιπόν μιας τέτοιας δίκης με έντονο πολιτικό και
ιστορικό περιεχόμενο, καλείται να ανασύρει και να αναζητήσει στοιχεία μιας
παλιάς υπόθεσης, να εξιχνιάσει τις τότε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, να ανασυνθέσει
λεπτομέρειες μιας άλλης εποχής διαφορετικής από τη δική του παρούσα
πραγματικότητα. Γίνεται ιστορικός με άλλα λόγια, ή καλύτερα οφείλει να
λειτουργήσει και ως ιστορικός. Όμως τα όρια πρέπει να παραμείνουν διακριτά,
όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κάποιος.
Χαρακτηριστικά γράφει ο Γκίνζμπουργκ: «Ένας ιστορικός έχει
το δικαίωμα να διακρίνει ένα πρόβλημα, εκεί όπου ένας δικαστής θα αποφάσιζε το
‘πέρας της διαδικασίας’. Πρόκειται για μια σημαντική απόκλιση, η οποία όμως
προϋποθέτει ένα στοιχείο που συνδέει ιστορικούς και δικαστές: τη χρήση των
αποδείξεων. Το επάγγελμα και των δύο θεμελιώνεται στη δυνατότητα να
αποδεικνύουν, στηριγμένοι σε καθορισμένους κανόνες, πως ο x έπραξε y: όπου x
μπορεί να υποδεικνύει είτε τον πρωταγωνιστή, ίσως ανώνυμο, ενός ιστορικού
συμβάντος είτε το υποκείμενο μιας ποινικής διαδικασίας, και ο y μια οποιαδήποτε
πράξη».
Σε σημαντικές δίκες που επικεντρώνουν το ενδιαφέρον της
κοινής γνώμης, όπως είναι κι αυτές που έχουν πολιτική απόχρωση, ο δικαστής
αναζητά αναπόφευκτα την ιστοριογραφική γνώση, πολύ περισσότερο σε μια δίκη σαν
την εν λόγω που απέχει πολύ χρονικά από την εγκληματική πράξη. Όμως, ανάλογα
και με την ευθύνη του έργου του, το αντικείμενο του είναι πολύ ευρύτερο από
αυτό του ιστορικού. Δικαίως συμπεραίνει και ο Ιταλός συγγραφέας ότι «όποιος
αποπειράται να περιορίσει τον δικαστή σε ρόλο ιστορικού διαβρώνει ανεπανόρθωτα
την άσκηση της δικαιοσύνης».
(giorgos.kazoleas@gmail.com)
Σχόλια