Αντισυνταγματικός ο Νόμος που τροποποιεί τον Ποινικό Κώδικα εισάγοντας εξαιρέσεις στο αδίκημα της τοκογλυφίας για τις τράπεζες
Το Ανώτατο Δικαστήριο γνωμάτευσε αναφορικά με το κατά πόσο ο
Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος
του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των
Άρθρων 26, 28 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. Με τον επίμαχο Νόμο, εισάγονται
εξαιρέσεις στη γενική πρόνοια του άρθρου 314Β
του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα
με την οποία οι πρόνοιες του αδικήματος της τοκογλυφίας (του άρθρου 314Α) δεν
εφαρμόζονται σε Πιστωτικά Ιδρύματα. Οι εξαιρέσεις αφορούν σε δάνεια που παραχωρούνται
για οικιστικούς σκοπούς, νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν
υπερβαίνει τις €350.000.- και σε δάνεια που παραχωρούνται για φοιτητικούς
σκοπούς, νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν υπερβαίνει τις €50.000.
Σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Δικαστηρίου της 26ης Ιανουαρίου 2017, με τον επίμαχο
νόμο «γίνεται καταστρατήγηση του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής
Δημοκρατίας, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως». Στην
υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/14
(ανωτέρω) και στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των
Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/14 (ανωτέρω), τονίστηκε ότι το δικαίωμα του
«συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του
περιεχομένου της Σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων.
Η μεταγενέστερη επέμβαση του Νομοθέτη δεν συμβιβάζεται,
καταρχήν, με την ελευθερία των Συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι
δικαιολογημένες στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Ο ισχυρισμός της Βουλής
των Αντιπροσώπων ότι η επέμβασή της στο δικαίωμα της ελευθερίας του
συμβάλλεσθαι επιτρέπεται ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής
ισχύος των Πιστωτικών Ιδρυμάτων δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν
αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό Αναφορά Νόμο αλλά ούτε και
αποτελεί το αντικείμενο του υπό Αναφορά Νόμου».
Όπως καταλήγει η Γνωμάτευση «το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται
τον κοινωνικοοικονομικό στόχο του υπό Αναφορά Νόμου, αλλά θεωρεί ότι ο στόχος
αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με τον, συνταγματικά, ορθό τρόπο. Με τα
προαναφερόμενα υπόψιν γνωματεύομε, ομόφωνα, ότι ο υπό Αναφορά Νόμος καταστρατηγεί
το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» και επομένως βρίσκεται σε αντίθεση και
είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος και επομένως
είναι αντισυνταγματικός και άκυρος. Η Γνωμάτευση μας αφορά ολόκληρο
το Νόμο εφόσον το περιεχόμενο του είναι ενιαίο και άπτεται μόνον του ζητήματος
που έχουμε πραγματευθεί». (δημοσίευση γνωμάτευσης: cylaw.com)
Σχόλια