Λυσίας: Υπέρ του Ερατοσθένους Φόνου Απολογία - Προς Σίμωνα.
"Μια ιστορία μοιχείας πού εκτυλίσσεται μέσα στο σπίτι του ανύποπτου
συζύγου και καταλήγει σε φόνο· μια βεντέτα πού ξεκινά με αφορμή έναν εκδιδόμενο
νεαρό και καταλήγει σε τραυματισμό. Οι δύο δικανικοί λόγοι πού φιλοξενούνται
εδώ μας προσφέρουν τη δυνατότητα να δούμε μέσα από την κλειδαρότρυπα κάποιες
ενδιαφέρουσες όψεις της ιδιωτικής ζωής στην κλασική Αθήνα, καθώς και να
εκτιμήσουμε την απαράμιλλη τέχνη του Λυσία στην παρουσίαση του ψεύδους με
τέτοια ζωντάνια και φυσικότητα, ώστε να μοιάζει με αλήθεια. Οι υποθέσεις αυτές
εμπίπτουν μάλλον στην αρμοδιότητα του αστυνόμου Χαρίτου. Για την κατάρτιση του
αρχαίου κειμένου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως οι εκδόσεις των
Thalheim (1901), Hude (1912), General και Bizos (1924), και Carey (2007). Ο
σχολιασμός οφείλει πολλά στις εργασίες του Carey και του Todd". (εκδόσεις
Στιγμή, μτφ: Βασίλης Λεντάκης).
Ο Λυσίας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ρήτορες της
αρχαιότητας. Γεννήθηκε το 459 π.Χ. στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Κέφαλος,
επιφανής και πλούσιος Συρακούσιος, ενώ παππούς του ήταν ο Λυσανίας. Είχε δυο αδέλφια,
τον Πολέμαρχο και τον Ευθύδημο. Ο πατέρας του με πρόσκληση του φίλου του
πολιτικού Περικλή άφησε τις Συρακούσες για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα,
όπου έζησε ως μέτοικος τριάντα περίπου χρόνια, ως το θάνατό του.
Ο Κέφαλος χάρη
στην οικονομική του άνεση και τη γνωριμία του με εξέχοντες πνευματικούς άνδρες
της Αθήνας έδωσε υψηλού επιπέδου αγωγή και επιμελημένη μόρφωση στα παιδιά του.
Το 430 π.Χ. ο Λυσίας μαζί με τα αδέλφια του, τον Πολέμαρχο και τον
Ευθύδημο,αναχώρησε σε ηλικία 15 περίπου ετών για τους Θουρίους, την αποικία των
Αθηναίων στην Κάτω Ιταλία. Εκεί διδάχτηκε ρητορική από τον Τεισία, το γνωστό
Συρακούσιο ρήτορα. Το 412 π.Χ. όμως επέστρεψε ξανά στην Αθήνα, όταν μετά την
ατυχή εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία υπερίσχυσε στους Θουρίους η εχθρική
προς τους Αθηναίους πολιτική παράταξη. Μαζί με τον αδελφό του Πολέμαρχο
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζούσε ως πλούσιος ισοτελής, έχοντας κτήματα,
τρία σπίτια και εργοστάσιο ασπίδων στον Πειραιά, όπου εργάζονταν 120 δούλοι.
Όμως η έντονη πολιτική δράση και τα δημοκρατικά φρονήματα των δύο αδελφών
ενόχλησαν τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο τύραννος Ερατοσθένης θανάτωσε τον
Πολέμαρχο, ενώ ο Λυσίας διέφυγε στα Μέγαρα, χάνοντας μεγάλο μέρος της
περιουσίας του. Από τα Μέγαρα υποστήριζε με σθένος τις επιχειρήσεις των
εξόριστων στον Πειραιά με επικεφαλής τον Θρασύβουλο. Για το λόγο αυτό τους
απέστειλε τα υπόλοιπα χρήματά του, ασπίδες και μισθοφόρους. Για τις ενέργειές
του αυτές έγινε πρόταση από το Θρασύβουλο στην Εκκλησία του Δήμου, αμέσως μετά
την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.), να του παραχωρηθεί το δικαίωμα του
πολίτη, αλλά η πρόταση αυτή πολεμήθηκε ως παράνομη από τον πολιτικό αντίπαλο
του Θρασύβουλου, Αρχίνο.
Έτσι, ο Λυσίας δεν απόκτησε ποτέ το δικαίωμα του
Αθηναίου πολίτη, αλλά έμεινε ως το θάνατό του ισοτελής μέτοικος. Ο Λυσίας,
μόλις επέστρεψε στην Αθήνα το 403 π.Χ., παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως
κατήγορος του Ερατοσθένη, του φονιά του αδελφού του. Ο λόγος Κατά Ερατοσθένους
είναι ο μόνος που εκφωνήθηκε από τον ίδιο το ρήτορα στο δικαστήριο. Από κει και
πέρα ο Λυσίας, επειδή είχε χάσει την περιουσία του, εργάστηκε ως λογογράφος για
να εξοικονομεί τα προς το ζην. Έγραφε επί πληρωμή λόγους για άλλους, οι οποίοι
τους αποστήθιζαν και τους απάγγελλαν στα δικαστήρια για να υπερασπίσουν τις
υποθέσεις τους. Ο Λυσίας πέθανε στην Αθήνα πιθανότατα το 377 π.Χ.
(πληροφορίες: ianos.gr)
Σχόλια