Νόμιμος και Συνταγματικός ο Τροποποιητικός Νόμος περί του Ασυμβίβαστου του 2016, σύμφωνα με Γνωμάτευση του Ανώτατου Δικαστηρίου
Ο Τροποποιητικός Νόμος περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση
των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας, Ορισμένων Επαγγελματικών
και άλλων συναφών Δραστηριοτήτων τους του 2016 δεν καταστρατηγεί τα Άρθρα 25, 26 και
179 του Συντάγματος και δεν είναι αντισυνταγματικός, σύμφωνα με Γνωμάτευση του
Ανώτατου Δικαστηρίου.
Εν προκειμένω ζητήθηκε γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο,
κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί του Ασυμβίβαστου προς την Άσκηση
των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας, Ορισμένων Επαγγελματικών
και άλλων συναφών Δραστηριοτήτων τους (Τροποποιητικός), Νόμος του 2016» είναι
αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 26, 35 και 179 του Συντάγματος.
Με τις διατάξεις, οι οποίες με τον ως άνω τροποποιητικό Νόμο
διαγράφονται, προνοείτο ότι, παρά τις διατάξεις του εδαφίου 1 του άρθρου 3, το
ασυμβίβαστο δεν τυγχάνει εφαρμογής στους Αξιωματούχους εκείνους που έχουν την
ιδιότητα Μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή Νομικού Συμβούλου ή απλού Μετόχου σε
δημόσιες εταιρείες ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που προάγουν την
εξυπηρέτηση συλλογικών συμφερόντων τοπικής η περιφερειακής ανάπτυξης ή που
προάγουν τον αθλητισμό και τις καλές τέχνες (παράγραφος (β)).
Η παράγραφος (γ) προνοεί ότι δεν θεωρείται ασυμβίβαστο για
τους Αξιωματούχους να προσφέρουν οποιαδήποτε υπηρεσία στις Συνεργατικές
Πιστωτικές Εταιρείες και σε Δημόσιες Εταιρείες που μέτοχος είναι τα Συνεργατικά
Πιστωτικά Ιδρύματα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εισηγήθηκε ότι με την
κατάργηση των παραγράφων (β) και (γ) του άρθρου 3 (2) του βασικού Νόμου
παραβιάζεται το Άρθρο 25 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα
εκάστου να ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται σε οποιαδήποτε
απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία. Εισηγείται επίσης ότι
παραβιάζεται και το Άρθρο 26 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το
δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως».
Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση,
Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε
παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος καθότι τόσο το Άρθρο 25 όσο και το Άρθρο 26
του Συντάγματος προνοούν εξαιρέσεις στα δικαιώματα που κατοχυρώνουν και η
προκείμενη περίπτωση εμπίπτει στις εξαιρέσεις.
Σύμφωνα με την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου, «το
Άρθρο 25 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα στην εργασία αλλά υπόκειται σε
περιορισμούς ή διατυπώσεις που προβλέπονται από Νόμο. Συγκεκριμένα,
τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να επιβληθούν, μεταξύ άλλων, όταν αυτό είναι
απαραίτητο για το συμφέρον των δημοσίων ηθών ή για το δημόσιο
συμφέρον. Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι, ακόμα και αν
επηρεάζεται το δικαίωμα στην εργασία (και συναφώς παρατηρούμε ότι ο Νόμος δεν
παρέχει οποιονδήποτε δικαίωμα επιλογής θέσεως, στην περίπτωση των υφιστάμενων συμβάσεων)
με την κατάργηση των προαναφερόμενων εξαιρέσεων, η οποία γίνεται με το Νόμο,
εξυπηρετείται το συμφέρον των δημοσίων ηθών. Είναι προφανές ότι θα ήταν
τουλάχιστον απαράδεκτο, από την άποψη των δημοσίων ηθών, και
αντιδεοντολογικό, Αξιωματούχοι του Κράτους, που αναφέρονται στο
Νόμο, να ασκούν ταυτόχρονα και τις προαναφερόμενες δραστηριότητες οι
οποίες αναφέρονται στο άρθρο 3 (2) (β) και 3 (2) (γ) του υφιστάμενου, βασικού
Νόμου... Όσον αφορά το Άρθρο 26 του Συντάγματος κρίνουμε ότι οι
περιορισμοί που τίθενται στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» με την
κατάργηση των εξαιρέσεων που επιφέρει ο Νόμος, ακόμα και αν επηρεάζουν το
προαναφερόμενο δικαίωμα, εμπίπτουν στις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων
δυνάμει των οποίων τέτοιοι περιορισμοί μπορεί να δικαιολογηθούν, υπό
προϋποθέσεις». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.com)
Σχόλια