Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, δικηγόρος
Το να είναι κάποιος δικαστής και να απονέμει δικαιοσύνη,
ιδίως στις ποινικές υποθέσεις, είναι αναμφίβολα βαρύ φορτίο και απαιτεί όχι
μόνο υψηλή επιστημονική κατάρτιση αλλά και μεγάλο βαθμό συναισθηματικής
ουδετερότητας. Η τελευταία αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν εντάξει
κανείς το υποκείμενο απονομής δικαιοσύνης μέσα στο νομικό σύστημα, το οποίο εκ
των πραγμάτων επηρεάζεται από τα συναισθήματα των ανθρώπων που συμμετέχουν σε
αυτό, είτε πρόκειται για διαδίκους, δικηγόρους, αστυνόμους, υπαλλήλους των δικαστηρίων
ακόμα και τον νομοθέτη. Η δικαιοσύνη ως θεσμοθετημένη από ανθρώπους διαδικασία
δεν είναι δυνατό να μην εμφανίζει ανθρώπινα χαρακτηριστικά που διακρίνονται από
συναισθηματισμό.
Το ζήτημα επικεντρώνεται στον κρίνοντα και αποφασίζοντα
δικαστή που με την ετυμηγορία του κρίνονται τύχες και ζωές ανθρώπων και μια
διάκριση που επιβάλλεται να τονισθεί είναι μεταξύ του δικαστικού λειτουργού και
του κατά περίσταση δικαστή, δηλαδή του ενόρκου. Παραδοσιακά έχει επικρατήσει η
αντίληψη ότι οι ένορκοι είναι περισσότερο ευάλωτοι στη συναισθηματική επιρροή
που μπορεί να συγχύσει και να ανατρέψει τη λογική ροή της αντίληψης των
γεγονότων της δίκης και να δράσει καταλυτικά στην τελική απόφασή τους.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes έχει γράψει ότι η
ικανότητα για έλλειψη συναισθήματος έχει θεωρηθεί ως δείκτης ικανής κρίσης,
ικανότητα που αντιπαλεύει τη συναισθηματοποίηση των δικών που επιχειρούν οι
παράγοντες της δίκης αναλόγως των εκάστοτε συμφερόντων.
Κι ενώ οι περισσότεροι δικαστές ως έμπειροι και
εξοικειωμένοι στη διαδικασία της δίκης και έχοντας αντιμετωπίσει κατ’ επανάληψη
παρόμοια περιστατικά και συμπεριφορές υπαγόμενα σε νομοθετικές διατάξεις,
περιφρουρούν ως επί το πλείστον τη λογική προσέγγιση και αντίληψη της ενώπιον
τους διαδραματιζόμενης αποδεικτικής διαδικασίας, οι ένορκοι εμφανίζονται πολύ
περισσότεροι επιρρεπείς στο συναίσθημα που μπορεί να προκαλείται από διάφορους
παράγοντες της δίκης, είτε αφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα, είτε σε μια
μαρτυρία ή ακόμα και στην επαπειλούμενη ποινή για την δικαζόμενη πράξη.
Στους ενόρκους είναι πολύ συχνά συναισθήματα όπως θυμού,
οργής, λύπησης και γενικότερα ενσυναίσθησης προς το θύμα της πράξης ή τον
κατηγορούμενο κατά περίσταση, γεγονός που οδηγεί σε λιγότερο συστηματική
ανάλυση των πληροφοριών της δίκης και λήψη υπόψη λιγότερων παραγόντων και
στοιχείων από όσα πράγματι εκτέθηκαν στο ακροατήριο.
Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν συμπαθήσει οι λεγόμενοι
λαϊκοί δικαστές έναν συμπαθέστατο κατηγορούμενο που μπορεί να είναι ένας
σκληρός δολοφόνος με αγγελικό πρόσωπο ή που έχουν δυσπιστήσει στο πόρισμα ενός
αντιπαθή και δυσνόητου εμπειρογνώμονα. Δεν είναι επίσης λίγες οι
φορές που βούρκωσαν στη δακρύβρεχτη αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης ή του
πολιτικώς ενάγοντος.
Ποια είναι η ψυχολογία του σώματος των ενόρκων κατά το
διαγνωστικό στάδιο της δίκης μέχρι την τελική ετυμηγορία είναι ένα ζήτημα που
έχει απασχολήσει διαχρονικά το νομικό κόσμο αλλά και τους ψυχολόγους.
Στην κλασσική «Ψυχολογία των Μαζών» ο Gustave Le Bon γράφει ότι «οι ένορκοι παρέχουν μια απόδειξη της μικρής σημασίας, από την άποψη των αποφάσεων, του διανοητικού επιπέδου των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν μια μάζα» καθώς και ότι «όπως όλες οι μάζες, οι ένορκοι εντυπωσιάζονται πάρα πολύ από τα συναισθήματα και πολύ λίγο από τους συλλογισμούς». Επικαλείται μάλιστα τα λόγια ενός δικηγόρου που λέει ότι «αρκεί μια γυναίκα να είναι χαριτωμένη για να κερδίσει την εύνοια της εξεταστικής επιτροπής (των ενόρκων)».
Στην κλασσική «Ψυχολογία των Μαζών» ο Gustave Le Bon γράφει ότι «οι ένορκοι παρέχουν μια απόδειξη της μικρής σημασίας, από την άποψη των αποφάσεων, του διανοητικού επιπέδου των διαφόρων στοιχείων που συνθέτουν μια μάζα» καθώς και ότι «όπως όλες οι μάζες, οι ένορκοι εντυπωσιάζονται πάρα πολύ από τα συναισθήματα και πολύ λίγο από τους συλλογισμούς». Επικαλείται μάλιστα τα λόγια ενός δικηγόρου που λέει ότι «αρκεί μια γυναίκα να είναι χαριτωμένη για να κερδίσει την εύνοια της εξεταστικής επιτροπής (των ενόρκων)».
Ο Le Bon υποστηρίζει ότι οι ένορκοι είναι πολύ επιεικείς με
τα εγκλήματα πάθους και ότι μέριμνα ενός καλού δικηγόρου είναι να επιδρά στα
συναισθήματα των ενόρκων και όπως με όλες τις μάζες, να συλλογίζεται πολύ λίγο
ή να μη χρησιμοποιεί παρά στοιχειώδεις μορφές συλλογισμού.
Η πραγματικότητα πολύ απέχει από τον ορισμό του Hobbes για
τον ιδανικό δικαστή που πρέπει να «είναι απαλλαγμένος από κάθε φόβο, θυμό,
μίσος, αγάπη και συμπόνια», κι αυτό ισχύει όχι μόνο για τους ενόρκους αλλά πολύ
συχνά και για τους τακτικούς δικαστές. Στη διαδρομή μου μέχρι σήμερα ως
δικηγόρος διάβασα πολλές αποφάσεις και άκουσα πολλές ετυμηγορίες που απηχούσαν
αμιγώς συναισθηματική προσέγγιση της υπόθεσης, ενώ δεν θα ξεχάσω το ανθρώπινο,
ομολογουμένως, παρατεταμένο αναφιλητό εισαγγελικού λειτουργού κατά τη
διάρκεια δίκης ανθρωποκτονίας. Όπως έχει γραφεί όμως, η συγκίνηση είναι μια
μυστηριώδης, υποκειμενική και απίστευτη δύναμη που δεν πρέπει να επηρεάζει τη
διαδικασία λήψης απόφασης που προσδοκά να είναι διαφανής και αντικειμενική.
O εύλογος αντίλογος μπορεί να είναι ότι μερικές φορές το
συναίσθημα του δικαστή έχει ως αποτέλεσμα πιο δίκαιες υπό τις εκάστοτε
περιστάσεις λύσεις, υπό την έννοια της επιείκειας. Σε video που κυκλοφόρησε
πρόσφατα στο διαδίκτυο, δικαστής στην Αμερική επηρεάζεται συναισθηματικά από
την απολογία της κατηγορούμενης που είχε παρκάρει το αυτοκίνητο της παράνομα
και η οποία αναφέρει κλαίγοντας το θάνατο του γιου της και την οικονομική της
δυσχέρεια να πληρώσει το πρόστιμο. Ο δικαστής την απαλλάσσει από το πρόστιμο,
εμφανώς συναισθηματικά φορτισμένος.
Με λίγα λόγια, το συναίσθημα των δικαστών είναι ένα
εξαιρετικά πολύπλοκο φαινόμενο. Οι εκτεταμένες μελέτες που έχουν γίνει στο
θέμα, δείχνουν κάποιες πτυχές αυτής της πολυπλοκότητας, υποδεικνύοντας έντονα
ότι το συναίσθημα επηρεάζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των δικαστών όσο
και τα αποτελέσματα αυτών των διαδικασιών. Στο πλαίσιο αυτό αποτελεί
αναγκαιότητα για κάθε νομικό σύστημα η διαρκής αξιολόγηση, όχι μόνο της
επιστημονικής επάρκειας του δικαστικού ανθρώπινου δυναμικού, αλλά και της
ψυχολογικής και συναισθηματικής του ισορροπίας.
Σχόλια