Άρνηση καταχώρισης κατηγορητηρίου για 57 αδικήματα λόγω καθυστέρησης επί 5ετία και χωρίς τα αδικήματα να έχουν παραγραφεί (Ανώτατο Δικαστήριο)
Στο ζήτημα άρνησης του Δικαστηρίου να καταχωρηθεί
κατηγορητήριο για εκδίκαση κατηγοριών λόγω καθυστέρησης της καταχώρησης ακόμα
και όταν τα αδικήματα δεν έχουν παραγραφεί ούτε αστικώς, ούτε ποινικώς, αναφέρεται
πρόσφατη Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (απόφαση 2.10.2018- Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2018).
Το τελευταίο εξέτασε την αίτηση που επεδίωκε την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου για εκδίκαση των κατηγοριών που έχουν προσαφθεί από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον δύο προσώπων, ενός νομικού και ενός φυσικού.
Το τελευταίο εξέτασε την αίτηση που επεδίωκε την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με το άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, με το οποίο να διατάσσεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου για εκδίκαση των κατηγοριών που έχουν προσαφθεί από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον δύο προσώπων, ενός νομικού και ενός φυσικού.
Το κατηγορητήριο περιελάμβανε 57 κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν
την έκδοση διάφορων επιταγών για διάφορα ποσά. Οι 31 κατηγορίες αφορούσαν
επιταγές που εκδόθηκαν το 2013 και οι υπόλοιπες 26 το έτος 2014, το δε
κατηγορητήριο εισήχθη προς έγκριση από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο το 2018,
δηλαδή, μετά την παρέλευση μιας πενταετίας.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση του Ανωτάτου, το Επαρχιακό
Δικαστήριο Λευκωσίας αρνήθηκε την καταχώρηση του εν λόγω κατηγορητηρίου για
λόγους που σχετίζονται με το γεγονός ότι η δίωξη, κατά τη θέση του Δικαστηρίου,
εισήχθηκε προς καταχώρηση πολύ καθυστερημένα και ως εκ τούτου ήταν ενοχλητική,
σημειώνοντας ότι τα ισχυριζόμενα αδικήματα είναι αδικήματα που εκδικάζονται
κατά συνοπτικό τρόπο γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι ένας κατηγορούμενος θα
πρέπει να κατηγορηθεί και να εκδικαστεί όσο το δυνατό συντομότερα.
Το πρωτόδικο
Δικαστήριο θεώρησε ότι η καθυστέρηση αυτή που αφορούσε σε προσπάθειες μεταξύ
των διαδίκων για διευθέτηση ή ρύθμιση της διαφοράς δε δικαιολογούσε την
καθυστέρηση της ποινικής δίωξης κατηγορουμένου .
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία R. V. Gateshead Justices ex parte Tesco Stores Ltd (1981)
2 W.L.R. 419 και R. (Kayand another) v. Leeds Magistrates Court (2018) EWHC 1233
(Admin.), για την ικανοποίηση πταισματοδίκη στην Αγγλία ως προς τα όσα θα
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την καταχώρηση κατηγορητηρίου, αλλά και
νομολογία (Ευθυμίου (2007)
1 Α.Α.Δ. 424 και Ευσταθίου ν. Αστυνομίας(1990)
2 Α.Α.Δ. 294, για τη φύση της ποινικής διαδικασίας και το επιθυμητό
της σύντομης δίωξης ούτως ώστε η τιμωρία να είναι και αποτελεσματική και να μην
χρησιμοποιείται απλώς ως μοχλός πίεσης σε δεδομένα τα οποία αφορούν στην ουσία
αστική διαφορά που έχουν, δηλαδή, προκύψει από εμπορικές δοσοληψίες μεταξύ των
διαδίκων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αίτηση που
εισάγεται ενώπιών του μετά από άρνηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης
κατηγορητηρίου στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν έχει την έννοια της εφέσεως.
Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο, ως Ανώτατο, κρίνει πρωτογενώς και εξ ιδίων του
την υπόθεση και τα περιβάλλοντα γεγονότα και δύναται, ανάλογα, να ασκήσει τη
δική του ευχέρεια διατάσσοντας την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, όπως χαρακτηριστικά
αναφέρεται.
Το Ανώτατο σημειώνει ότι «ένα κατηγορητήριο δεν πρέπει να
είναι μόνο διατυπωμένο ορθά και νομότυπα ώστε να αποφεύγεται σύγχυση ή
κατάχρηση ή πίεση σε ένα κατηγορούμενο πρόσωπο, αλλά πρέπει και να συνάδει με
τους σκοπούς της ποινικής δίωξης ευρύτερα. Μεταξύ των παραγόντων που το
Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη είναι και η πάροδος του χρόνου, η φύση
των αδικημάτων, η δυνατότητα εναλλακτικής ή πρόσθετης θεραπείας και βεβαίως η
ενόχληση που μπορεί να προκύψει στο όλο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης λόγω
μακράς καθυστέρησης ή κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας.
Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα αρχής από το πρωτόδικο
Δικαστήριο στην άρνηση καταχώρησης του κατηγορητηρίου για τους λόγους που έχει
καταγράψει στη σχετική απόφαση του και τη βεβαίωση που δόθηκε, παρόλο που τα
αδικήματα δεν έχουν παραγραφεί ούτε αστικώς, ούτε ποινικώς. Οι λόγοι που
δόθηκαν στοιχειοθετούν ευλόγως την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας προς τη
συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η επίκριση που διατυπώνεται ως προς το
λανθασμένο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με αναφορά
στην ποινική ευθύνη κατηγορούμενου αυτής αρχομένης από τη σύλληψη ή καταγγελία
του δεν είναι δόκιμη. Στην περίπτωση της έκδοσης επιταγών αφετηρία της
κατά το Νόμο ποινικής ευθύνης έχει η διαπίστωση ότι δεν υπήρχαν τα
διαθέσιμα κεφάλαια ή ο λογαριασμός ήταν κλειστός και όχι πότε αποφασίζει ο παραπονούμενος
να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική δίωξη. Η μη παραγραφή δεν
εξισούται με ελευθερία άσκησης δίωξης οπότε το κρίνει πρόσφορο ο
παραπονούμενος. Η ποινική φύση της δίωξης τη διαφοροποιεί από την αστική
ευθύνη και δεν είναι ζήτημα που άπτεται μόνο της επιβολής ποινής εάν και εφόσον
κριθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι.
Η ουσία παραμένει ότι η καθυστερημένη δίωξη σε αυτά τα
δεδομένα είναι τέτοια που σε συνδυασμό με τη συνοπτική φύση της ποινικής
διαδικασίας δικαιολογεί ένα Δικαστήριο να αναχαιτίσει την περαιτέρω πορεία όσον
αφορά τουλάχιστον την ποινική πτυχή της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων. Οι
διαβουλεύσεις προς επίλυση της διαφοράς είναι ως ένα σημείο θεμιτές. Ο
παράγων του χρόνου όμως έχει τη δική του αυτοτέλεια».
Ενόψει του παραπάνω σκεπτικού το Ανώτατο Δικαστήριο θεώρησε,
όπως και το πρωτόδικο, ότι δεν μπορεί να καταχωρηθεί το κατηγορητήριο το οποίο,
περιλαμβάνει 57 κατηγορίες με αδικήματα που έχουν διαπραχθεί προ πενταετίας και,
όπως σημειώνει, με γεγονότα τα οποία κάλλιστα μπορούν να αποτελέσουν το
αντικείμενο επίλυσης της αντιπαράθεσης των διαδίκων σε άλλες ευχερέστερες
διαδικασίες. (δημοσίευση απόφασης:cylaw.org)
Σχόλια