Μη νόμιμη η αυτοδίκαιη απόσβεση του δικαιώματος του εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ'αποδοχών επειδή δεν ζήτησε την άδεια αυτή (ΔΕΕ)
Σημαντικές για τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι οι αποφάσεις του ΔΕΕ της 6ης Νοεμβρίου 2018, στις υποθέσεις C-619/16 και C-684/16 Sebastian W.
Kreuziger κατά Land Berlin και Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der
Wissenschaften eV κατά Tetsuji Shimizu. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν επιτρέπεται η αυτοδίκαιη απόσβεση
του κεκτημένου δικαιώματος του εργαζομένου σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών επειδή
δεν ζήτησε να λάβει την άδεια αυτή.
Αντιθέτως, αν ο εργοδότης αποδείξει ότι ο εργαζόμενος,
σκοπίμως και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών, επέλεξε να μην κάνει χρήση της
ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών που δικαιούνταν, αφού του είχε παρασχεθεί η
δυνατότητα πραγματικής άσκησης του δικαιώματός του σε αυτή, το δίκαιο της
Ένωσης δεν αντιτίθεται στην απόσβεση του δικαιώματος αυτού ούτε στην
συνακόλουθη, σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας, μη καταβολή χρηματικής
αποζημίωσης .
Ιστορικό: Ο Sebastian W. Kreuziger πραγματοποίησε πρακτική άσκηση
προετοιμασίας για τα νομικά επαγγέλματα στο ομόσπονδο κράτος του Βερολίνου
(Γερμανία). Κατά τους τελευταίους μήνες της πρακτικής αυτής άσκησης, δεν έλαβε
ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών. Μετά τη λήξη της πρακτικής άσκησης, ζήτησε
χρηματική αποζημίωση για τις μη ληφθείσες ημέρες άδειας, αλλά το ομόσπονδο
κράτος απέρριψε το αίτημά του.
Στη συνέχεια, ο S. Kreuziger προσέφυγε ενώπιον των
γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων κατά της απόρριψης αυτής. Ο Tetsuji Shimizu
εργαζόταν στη Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften. Δύο
μήνες πριν από τη λήξη της σχέσης εργασίας, η Max-Planck-Gesellschaft κάλεσε
τον T. Shimizu να λάβει την εναπομένουσα άδειά του (χωρίς όμως να τον
υποχρεώσει να λάβει την άδεια σε καθορισμένο από την ίδια χρόνο). Ο T. Shimizu
έλαβε μόνο δύο ημέρες άδειας και ζήτησε να του καταβληθεί αποζημίωση για τις
ημέρες μη ληφθείσας αδείας, την οποία η Max-Planck-Gesellschaft αρνήθηκε να
καταβάλει.
Στη συνέχεια, ο T. Shimizu προσέφυγε ενώπιον των γερμανικών
δικαστηρίων εργατικών διαφορών. Το Oberverwaltungsgericht Berlin-Brandenburg
(ανώτερο διοικητικό δικαστήριο ΒερολίνουΒραδεμβούργου, Γερμανία) και το
Bundesarbeitsgericht (ομοσπονδιακό δικαστήριο εργατικών διαφορών, Γερμανία)
διερωτώνται αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η
οποία προβλέπει απόσβεση του δικαιώματος στη μη ληφθείσα ετήσια άδεια και στην
χρηματική αποζημίωση για την εν λόγω άδεια στην περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν
έχει ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας.
Ως εκ τούτου, ζήτησαν από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει ως
προς το σημείο αυτό το δίκαιο της Ένωσης[1]
κατά το οποίο η περίοδος ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον
τεσσάρων εβδομάδων μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε
περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας.
Οι Αποφάσεις: Με τις αποφάσεις του, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δίκαιο της
Ένωσης αντιτίθεται στην αυτοδίκαιη απόσβεση τόσο του δικαιώματος του
εργαζομένου στις κεκτημένες δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ημέρες ετήσιας
άδειας μετ’ αποδοχών όσο και, συνακόλουθα, του δικαιώματός του να λάβει
χρηματική αποζημίωση για την ως άνω μη ληφθείσα άδεια, για τον μοναδικό λόγο
ότι δεν ζήτησε να λάβει άδεια πριν από τη λύση της σχέσης εργασίας (ή κατά τη
διάρκεια της περιόδου αναφοράς).
Η απόσβεση των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον ο εργοδότης παρέσχε πράγματι στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει τις εν λόγω ημέρες άδειας εγκαίρως, μεταξύ άλλων με κατάλληλη εκ μέρους του ενημέρωση του εργαζομένου, όπερ οφείλει να αποδείξει ο εργοδότης. Πράγματι, ο εργαζόμενος πρέπει να θεωρείται ως το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Συνεπώς, μπορεί να αποτραπεί από το να προβάλει ρητώς τα δικαιώματά του έναντι του εργοδότη του εφόσον η διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται να τον εκθέσει στη λήψη μέτρων, εκ μέρους του εργοδότη του, ικανών να επηρεάσουν τη σχέση εργασίας εις βάρος του εν λόγω εργαζομένου.
Η απόσβεση των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται μόνον εφόσον ο εργοδότης παρέσχε πράγματι στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να λάβει τις εν λόγω ημέρες άδειας εγκαίρως, μεταξύ άλλων με κατάλληλη εκ μέρους του ενημέρωση του εργαζομένου, όπερ οφείλει να αποδείξει ο εργοδότης. Πράγματι, ο εργαζόμενος πρέπει να θεωρείται ως το ασθενές μέρος στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας. Συνεπώς, μπορεί να αποτραπεί από το να προβάλει ρητώς τα δικαιώματά του έναντι του εργοδότη του εφόσον η διεκδίκηση των δικαιωμάτων αυτών ενδέχεται να τον εκθέσει στη λήψη μέτρων, εκ μέρους του εργοδότη του, ικανών να επηρεάσουν τη σχέση εργασίας εις βάρος του εν λόγω εργαζομένου.
Αντιθέτως, αν ο εργοδότης είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο
συναφές βάρος απόδειξης και αποδείξει ότι ο εργαζόμενος, σκοπίμως και με πλήρη
επίγνωση των συνεπειών, επέλεξε να μην κάνει χρήση της ετήσιας άδειας μετ’
αποδοχών που δικαιούνταν, αφού του είχε παρασχεθεί η δυνατότητα πραγματικής
άσκησης του δικαιώματός του σε αυτή, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στην
απόσβεση του δικαιώματος αυτού ούτε στη συνακόλουθη, σε περίπτωση λύσης της
σχέσης εργασίας, μη καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για τη μη ληφθείσα ετήσια
άδεια μετ’ αποδοχών.
Πράγματι, τυχόν ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων του δικαίου
της Ένωσης η οποία θα μπορούσε να ωθήσει τον εργαζόμενο να επιλέξει σκοπίμως να
μη λάβει την ετήσια άδειά του μετ’ αποδοχών κατά τη διάρκεια της οικείας
περιόδου αναφοράς ή επιτρεπόμενης μεταφοράς, προκειμένου να αυξήσει τις
αποδοχές του κατά τη λύση της σχέσης εργασίας, θα ήταν ασυμβίβαστη με τους
σκοπούς που επιδιώκονται με τη θέσπιση του δικαιώματος ετήσιας άδειας μετ’
αποδοχών.
Οι σκοποί αυτοί αφορούν ιδίως τη διασφάλιση της πραγματικής
ανάπαυσης του εργαζομένου, χάριν αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και
της υγείας του. Το Δικαστήριο διευκρινίζει επίσης ότι οι ανωτέρω αρχές ισχύουν
ανεξαρτήτως του αν ο εργοδότης είναι δημόσια αρχή (όπως το ομόσπονδο κράτος του
Βερολίνου) η ιδιώτης (όπως η Max-PlanckGesellschaft).[2]
(curia.europa.eu)
[1] Οδηγία
2003/88/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου
2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003,
L 299, σ. 9), και Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης
[2] Αληθεύει
ότι μια οδηγία δεν μπορεί αφ’ εαυτής να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και
επομένως δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού. Επομένως, ακόμη και μια σαφής,
ακριβής και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην απονομή
δικαιωμάτων ή στην επιβολή υποχρεώσεων στους ιδιώτες, δεν μπορεί να έχει
εφαρμογή, αυτή καθαυτή, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς που ανακύπτει
αποκλειστικώς μεταξύ ιδιωτών (όπως η διαφορά μεταξύ του T. Shimizu και της
Max-Planck-Gesellschaft). Εντούτοις, το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε ετήσιες
περιόδους αμειβόμενων διακοπών δεν κατοχυρώνεται μόνο από οδηγία, αλλά επίσης,
ως θεμελιώδες δικαίωμα, από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα συνεπάγεται, ως εκ της φύσεώς του, την
αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει τέτοιες περιόδους ή να καταβάλει
αποζημίωση για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια κατά τη λήξη της σχέσης εργασίας. Εν
ανάγκη, οι αντίθετες εθνικές διατάξεις πρέπει να μείνουν ανεφάρμοστες.
Σχόλια