Συγγένεια Δικαστή με Δικηγόρο: Το θέμα της Αμεροληψίας του Δικαστηρίου όπως κρίθηκε σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οι αναλογίες με την Κύπρο


Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος
Το Cylegalnews.com φέρνει στη δημοσιότητα για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τις βασικές σκέψεις από μία απόφαση-ορόσημο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που μεταξύ άλλων κρίσιμων ζητημάτων, αναφέρεται στο δικαίωμα σε αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)[1], ενώ η συγκεκριμένη υπόθεση εμφανίζει πολλές αναλογίες με τις πρόσφατες αιτιάσεις για την αμεροληψία της δικαιοσύνης στην Κύπρο.
Στην υπόθεση Micallef v. Malta της 15ης Οκτωβρίου 2009 (αρ. αίτησης 17056/06), ο αιτών Micallef προσέφυγε για λογαριασμό της αποθανούσας αδελφής του ισχυριζόμενος ότι εκείνη δεν έτυχε δίκαιης δίκης καθώς δεν της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλλει τις αξιώσεις της ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου, όπως απαιτεί το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Εν προκειμένω ο ισχυρισμός ήταν ότι η αρχή της ισότητας των όπλων είχε καταστρατηγηθεί λόγω της συγγενικής σχέσης ενός από τους δικαστές της υπόθεσης με δικηγόρους των αντιδίκων, και συγκεκριμένα ότι ήταν θείος του δικηγόρου της αντίδικης πλευράς αλλά και αδερφός του δικηγόρου των αντιδίκων κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία.
Χαρακτηριστικό της βαρύτητας του κρινόμενου ζητήματος είναι ότι το ΕΔΔΑ, απαντώντας στις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η κυβέρνηση της Μάλτας, θεώρησε ότι η εν λόγω υπόθεση πρέπει να δικαστεί κατ’ουσία προς το συμφέρον του κοινού, και ειδικότερα για να τιμήσει την αρχή του nemo judex in causa sua.(«κανείς δεν πρέπει να είναι δικαστής της δικής του υπόθεσης»).
Η συγκεκριμένη απόφαση του ΕΔΔΑ, πέρα από τις ουσιώδεις διαπιστώσεις της σε σχέση με την αμεροληψία του δικαστηρίου για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω, αποτελεί απόφαση σταθμό ως προς την επέκταση εφαρμογής του άρθρου 6 της Σύμβασης και σε περιπτώσεις προσωρινών προληπτικών μέτρων (ασφαλιστικά μέτρα κλπ) σε υποθέσεις  που αφορούν αστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος αποφασιστικής σημασίας.
Εν προκειμένω η διαδικασία των προσωρινών μέτρων με βάση την οποία είχε εκδοθεί το επίδικο ένταλμα /διαταγή αφορούσε περιουσιακά δικαιώματα γειτόνων, που αν και προσωρινά, θα εφαρμόζονταν ωστόσο για αξιοσημείωτο χρονικό διάστημα. Το ΕΔΔΑ λοιπόν διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, έκρινε ότι αυτό τυγχάνει εφαρμοστέο και σε περιπτώσεις τέτοιων ενταλμάτων που παράγουν χρονικά εκτεταμένα αποτελέσματα.
Πίσω στο θέμα μας όμως, όπου το Δικαστήριο έριξε φως στα ευαίσθητα ζητήματα των σχέσεων δικαστών και δικηγόρων και γενικά στο θέμα της αμεροληψίας του δικαστηρίου, ως επιταγή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο ορίζει την αμεροληψία ως απουσία προκατάληψης και μεροληψίας, η οποία πρέπει να εξετάζεται αφενός μέσω ενός υποκειμενικού ελέγχου που λαμβάνει υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου δικαστή και αφετέρου ενός αντικειμενικού ελέγχου, ο οποίος διακριβώνει κατά πόσο το δικαστικό σύστημα προσφέρει αποτελεσματικές εγγυήσεις ώστε να αποκλείεται κάθε αμφιβολία σε σχέση με την αμεροληψία του.
Από το σκεπτικό του δικαστηρίου προκύπτει το κρίσιμο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των δύο ειδών ελέγχων (υποκειμενικού και αντικειμενικού) δεν είναι διαζευκτική και δεν αποτελεί αντικείμενο επιλογής του εκάστοτε αποφασίζοντος επί του ζητήματος της αμεροληψίας, δικαιοδοτικού οργάνου.
Αντιθέτως το ΕΔΔΑ τονίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι προβληματική η εύρεση αποτελεσματικών αποδείξεων προκειμένου να ικανοποιηθεί ο υποκειμενικός έλεγχος. Και τότε θα πρέπει να εφαρμοστεί ο αντικειμενικός έλεγχος ως επιπλέον εγγυητικός παράγοντας προστασίας του δικαιώματος του άρθρου 6 της Σύμβασης[2].
Είναι πολύ σημαντικό ότι το ΕΔΔΑ στο σημείο αυτό εισηγείται την έννοια των εντυπώσεων, δηλαδή με απλά λόγια τι εντύπωση δίνει ένα δικαστήριο στο κοινωνικό σύνολο (κατά το κοινώς λεγόμενο ότι η δικαιοσύνη πρέπει όχι μόνο να απονέμεται αλλά να φαίνεται ότι απονέμεται)[3].
Αυτό που διακυβεύεται, σημειώνει η απόφαση, είναι η εμπιστοσύνη που πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία.[4] Έτσι, κάθε δικαστής, για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να φοβάται την έλλειψη αμεροληψίας, πρέπει να αποσυρθεί[5]. Κι αυτό πρέπει να το κάνει μόνος του, χωρίς να απαιτείται υποβολή ένστασης από τους διαδίκους.
Το Δικαστήριο λοιπόν επί του προκείμενου έκρινε ότι αποτελούσε έλλειμμα της νομοθεσίας της Μάλτας η μη πρόβλεψη της αυτόματης υποχρέωσης του δικαστή να αυτοεξαιρείται όταν υπάρχουν ενδείξεις αμεροληψίας.
Και είναι σημαντικό ότι χρησιμοποιείται η λέξη «υποχρέωση» και όχι «δυνατότητα» ή «διακριτική ευχέρεια», έτσι ώστε όταν δεν υπάρχει συμμόρφωση στην υποχρέωση να επέρχονται κυρώσεις. Το Δικαστήριο επίσης καταλογίζει στον εθνικό νόμο ότι δεν προνοεί ως «προβληματική» τη σχέση συγγένειας δικαστή και δικηγόρου στο πλαίσιο εκδίκασης υπόθεσης.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμά του το ΕΔΔΑ, εφαρμόζοντας το ασφαλέστερο κριτήριο του αντικειμενικού ελέγχου, κρίνει ότι οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ του δικηγόρου του αντιδίκου και του προεδρεύοντος δικαστή αρκούν για να δικαιολογήσουν αντικειμενικά τους φόβους ότι ο εν λόγω δικαστής δεν είχε αμεροληψία.
Μάλιστα το Δικαστήριο αναφέρεται και σε μια συχνά επικαλούμενη και στην Κύπρο επωδό, περί «μικρού μέρους», σχολιάζοντας ότι «δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η Μάλτα είναι μια μικρή χώρα και ότι είναι συχνό φαινόμενο ολόκληρες οικογένειες να ασκούν το δίκαιο».
Η επίκληση ενός πραγματικού και τυχαίου γεγονότος (όπως ο πληθυσμός μιας χώρας) σε σχέση με την σαφή και ξεκάθαρη δικαιοδοτική κρίση του ΕΔΔΑ επί του θέματος της αμεροληψίας δεν αφήνει κανένα περιθώριο να δοθεί σοβαρός χαρακτήρας σε ένα τέτοιο επιχείρημα.
Σε άλλη περίπτωση θα έπρεπε να γίνεται κοινώς αποδεκτό ότι στις μικρές χώρες οι υποθέσεις (θα πρέπει να) δικάζονται μεταξύ γνωστών , συγγενών και φίλων, σύμπτωμα που τραυματίζει βαριά στον πυρήνα την έννοια και το περιεχόμενο των αρχών του Φυσικού Δικαστή και της Δίκαιης Δίκης.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση εδώ
-------------------------------------------------------
[1] «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δικαστική ακρόαση, εντός εύλογου χρόνου, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από το νόμο, για την εκδίκαση υποθέσεων για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ή  ποινικής κατηγορίας εναντίον του». (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ)
[2] «The Court is not persuaded that there is sufficient evidence that the Chief Justice displayed personal bias. It therefore prefers to examine the case under the objective impartiality test which provides for a further guarantee». (§ 101 της απόφασης)
[3] Lord Hewart C.J. σε R v Sussex Justices’ Case[1924] 1 KB 256
[4] «Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης λοιπόν δεν απαιτεί μόνο την καθιέρωση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά έχει ως όρο και την αμεροληψία και ουδετερότητα των δικαστών. Η συνδρομή και των δύο αρχών, σε συνδυασμό με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, είναι απαραίτητη για την εμπέδωση στους πολίτες της εμπιστοσύνης ότι το δικαστήριο θα κρίνει την υπόθεση σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους δίχως πίεση ή επιρροή από τις οποιασδήποτε μορφής εξουσίες ή τους διαδίκους». («Η αμεροληψία κατά την απονομή της δικαιοσύνης , Δημήτρης Ράικος σε edd.gr)
[5] «In this respect even appearances may be of a certain importance or, in other words, “justice must not only be done, it must also be seen to be done” (see De Cubber, cited above, § 26). What is at stake is the confidence which the courts in a democratic society must inspire in the public. Thus, any judge in respect of whom there is a legitimate reason to fear a lack of impartiality must withdraw (see Castillo Algar v. Spain, 28 October 1998, § 45, Reports 1998-VIII)». (§98 της απόφασης).

Σχόλια

Top Legal Stories

Θέσεις Ειδικών Επιστημόνων Διδασκαλίας στο Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου

Electronic Money Institutions in Cyprus: A Critical Analysis of the Regulatory Framework and Licensing Requirements

Νομικές Σπουδές: Οι τρεις Νομικές Σχολές της Ελλάδας

Κενή μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα: Αύξηση ποινών για το αδίκημα της υποκίνησης βίας ή μίσους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου