Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος *
Το Δικαστήριο της ΕΕ με αποφάσεις του τα τελευταία χρόνια
πάνω στο θέμα των τραπεζικών δανείων σε
ξένο νόμισμα, κατά βάση σε ελβετικό φράγκο, έχει δημιουργήσει σημαντική
νομολογία χρήσιμη για την προάσπιση των συμφερόντων των δανειοληπτών που «παγιδεύτηκαν»
από τα πιστωτικά ιδρύματα σε συμβάσεις με καταχρηστικές ρήτρες συναλλαγματικού
κινδύνου που είχαν σαν αποτέλεσμα παράνομες υπερχρεώσεις.
Συνοψίζοντας τη νομολογία αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει καταλήξει
στα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα:
1. Η σύμβαση δανείου πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την
ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος η ρήτρα
συναλλαγματικού κινδύνου, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές
συνέπειες που συνεπάγεται ο μηχανισμός αυτός.
2. Ο δανειολήπτης πρέπει να ενημερώνεται σαφώς από την τράπεζα για το ότι,
συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο
συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά να
αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του ξένου νομίσματος
που συνήφθη το δάνειο.
3. Ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί
του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον ενδεχομένως καταχρηστικό
χαρακτήρα συμβατικών ρητρών.
4. Η ακύρωση σύμβασης δανείου σε ξένο νόμισμα περιέχουσα καταχρηστική
ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου επιφέρει τα αποτελέσματά της αναδρομικά, καθώς η
συγκεκριμένη ρήτρα καθορίζει το αντικείμενο της δανειακής σύμβασης.
Ειδικότερα, ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση C-118/17 (Zsuzsanna Dunai κατά ERSTE Bank Hungary Zr) που εκδόθηκε στις
14.3.2019, το ΔΕΕ έκρινε ότι η εθνική (εν προκειμένω της Ουγγαρίας) νομοθεσία
που αποκλείει την αναδρομική ακύρωση σύμβασης δανείου η οποία έχει
συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα (εν προκειμένω CHF) και περιλαμβάνει καταχρηστική
ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου, είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο καθώς
και ότι η δανειακή σύμβαση τυγχάνει ακυρωτέα όταν δεν είναι δυνατό να
εξακολουθήσει να ισχύει χωρίς την εν λόγω καταχρηστική ρήτρα.
Tο Δικαστήριο στην απόφαση αυτή υπενθυμίζει ότι μια
καταχρηστική ρήτρα πρέπει καταρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν
μπορεί να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, με συνέπεια την επαναφορά
του στη νομική και πραγματική κατάσταση στην οποία θα τελούσε αν δεν υπήρχε η
επίμαχη ρήτρα. Επισημαίνει ακόμα ότι η ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου καθορίζει
το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση που αποδειχθεί ο
καταχρηστικός της χαρακτήρας, να μην είναι νομικώς εφικτή η διατήρηση σε ισχύ
της σύμβασης που περιλαμβάνει τέτοια ρήτρα, πράγμα το οποίο οφείλει να
εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο.
Στην υπόθεση C-51/17 (OPT Bank Nyrt. και OTP Faktoring Követeléskezelő Zrt. κατά Teréz Ilyésκαι Emil Kiss), το ΔΕΕ στις 20 Σεπτεμβρίου
2018, διαπίστωσε ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας μη σαφούς συμβατικής
ρήτρας βάσει της οποίας ο δανειολήπτης φέρει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και η
οποία δεν απηχεί νομοθετικές διατάξεις μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο. Σύμφωνα
με το Δικαστήριο, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι υποχρεωμένα να παρέχουν
στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν
συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Τούτο συνεπάγεται ότι η ρήτρα περί του
συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο
από τυπική και γραμματική άποψη όσο και ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενό
της.
Επομένως, ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη
πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, πρέπει να μπορεί όχι
μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο υποτίμησης του εθνικού νομίσματος έναντι του
ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συνομολογηθεί το δάνειο, αλλά επίσης να
αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας
στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο σαφής και
κατανοητός χαρακτήρας των συμβατικών ρητρών πρέπει να εκτιμάται, κατά τον χρόνο
σύναψης της σύμβασης, σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις που περιέβαλαν τη
σύναψή της, καθώς και με όλες τις άλλες ρήτρες της σύμβασης, μολονότι ορισμένες
από τις ρήτρες αυτές κηρύχθηκαν ή θεωρήθηκαν καταχρηστικές και, ως εκ τούτου,
άκυρες από τον εθνικό νομοθέτη σε μεταγενέστερο χρόνο.
Υπενθυμίζει ακόμα ότι εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να
εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αντί του καταναλωτή υπό την ιδιότητα του ενάγοντος, τον
ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών διάφορων από τη ρήτρα περί
του συναλλαγματικού κινδύνου, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς
τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία. (βλ σχετ. και την C-397/11Erika Jőrös κατά Aegon Magyarország Hitel Zrt).
Στην Απόφαση του ΔΕΕ της 20.9.2017 στην υπόθεση C-186/16 (Ruxandra Paula Andriciuc κ.λπ. κατά Banca Românească SΑ ) κρίθηκε ότι όταν
ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα χορηγεί δάνειο σε ξένο νόμισμα, πρέπει να παρέχει
στον δανειολήπτη επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτός να είναι σε θέση να λάβει συνετή
και εμπεριστατωμένη απόφαση. Επομένως, ο επαγγελματίας (εν προκειμένω η Τράπεζα
μέσω των υπαλλήλων της) οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή κάθε πληροφορία που
του είναι αναγκαία για να αξιολογήσει τις οικονομικές συνέπειες μίας ρήτρας
στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
Το Δικαστήριο στην συγκεκριμένη απόφαση, διευκρίνισε ότι τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή
πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και
εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Επομένως, οι εν λόγω πληροφορίες πρέπει να αφορούν
όχι μόνο την πιθανότητα ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο
συνομολογήθηκε το δάνειο, αλλά και τις επιπτώσεις που θα είχαν στις δόσεις του
δανείου οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ανατιμήσεως του
νομίσματος στο οποίο συνομολογήθηκε το δάνειο.
Κατά συνέπεια, αφενός, ο δανειολήπτης πρέπει να ενημερώνεται
σαφώς για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε
ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί οικονομικά
να αντεπεξέλθει σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο λαμβάνει τα
εισοδήματά του. Αφετέρου, η τράπεζα πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές
διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η
σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν
λαμβάνει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα.
Στην περίπτωση που η τράπεζα δεν έχει εκπληρώσει τις
υποχρεώσεις της και, επομένως, δύναται να εξεταστεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας
της επίδικης ρήτρας, στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να αξιολογήσει, αφενός,
την ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με την απαίτηση περί καλής πίστης και, αφετέρου,
την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων.
Τέλος, στην πρώτη απόφαση του ΔΕΕ για τα δάνεια σε ελβετικό
φράγκο στις 30.4.2014, στην υπόθεση C-26/13 (Árpád Kásler, Hajnalka Káslerné Rábai κατά OTP Jelzálogbank Zrt), έγινε
μεταξύ άλλων δεκτό ότι η απαίτηση της κοινοτικής νομοθεσίας περί σαφούς και
κατανοητής διατυπώσεως των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι
διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική
άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή
λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η
επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του
μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου,
ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών
κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν.
Tο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, σε περίπτωση που η
κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας καθιστά, όπως εν προκειμένω, αδύνατη την
εκτέλεση της συμβάσεως, η οδηγία δεν αποκλείει την αντικατάσταση από τον εθνικό
δικαστή της καταχρηστικής ρήτρας από εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Η
προσέγγιση αυτή επιτρέπει την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, που συνίσταται,
μεταξύ άλλων, στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των μερών, διατηρώντας
στο μέτρο του δυνατού το κύρος ολόκληρης της συμβάσεως.
* Senior Associate Lawyer at Dionysiou & Partners LLC
Σχόλια