Γράφει ο Γιώργος Καζολέας, Δικηγόρος *
Η σιωπή του κατηγορουμένου κατά την ποινική διαδικασία
αποτελεί δικαίωμα κατοχυρωμένο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
(άρθρο 6 παρ.1). Δυστυχώς σε ορισμένες έννομες τάξεις και στην ποινική πρακτική
αυτών, η σιωπή του κατηγορουμένου εκτιμάται ως ομολογία ή αποδοχή της κατηγορίας,
πρακτική που θίγει τον πυρήνα των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του.
Το δικαίωμα σιωπής αποτελεί σημαντική πτυχή του τεκμηρίου
αθωότητας και η χρησιμότητά του έγκειται στην προστασία του κατηγορουμένου από
την αυτοενοχοποίηση.
Ο έλεγχος τήρησης του δικαιώματος σιωπής, όπως και του
συναφούς δικαιώματος της μη αυτονεχοποίησης είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για την ή τις
αξιόποινες πράξεις που ένα πρόσωπο θεωρείται ύποπτο ή για την οποία κατηγορείται
ότι έχει διαπράξει και όχι, για παράδειγμα, σε θέματα που σχετίζονται με την
ταυτοποίηση ενός υπόπτου ή κατηγορουμένου.
Η ουσία του δικαιώματος σιωπής συνίσταται στην απαγόρευση
εξαναγκασμού του υπόπτου ή κατηγορούμενου να μιλήσει , απαντήσει σε ερωτήσεις ή
παράσχει πληροφορίες στις ανακριτικές ή εισαγγελικές αρχές.
Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει παραβιαστεί το δικαίωμα
σιωπής ή το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η
ερμηνεία του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δυνάμει της ΕΣΔΑ.
Το δικαίωμα της σιωπής εκκινεί από το σημείο που ο ύποπτος
έχει συλληφθεί και κρατείται στο αστυνομικό τμήμα ανακρινόμενος. Η σημασία της ενημέρωσης
του συλληφθέντος για το δικαίωμα του να παραμείνει σιωπηλός είναι τέτοια ώστε
ακόμα και αν το πρόσωπο αυτό συμφωνεί να καταθέσει στην αστυνομία αφού έχει
ενημερωθεί πως ότι καταθέσει μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, αυτό δεν
θεωρείται ως η αρμόζουσα πλήρης ενημέρωση, αν δεν έχει σαφώς και ευθαρσώς
γνωστοποιηθεί το δικαίωμα του να παραμείνει σιωπηλός και αν η απόφαση του να
καταθέσει έχει ληφθεί χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου. (Navone και άλλοι κατά Monaco,
Stojkovic v. France and Belgium)
Η ελευθερία επιλογής του υπόπτου για το αν θα παραμείνει
σιωπηλός ή όχι ουσιαστικά υπονομεύεται στην περίπτωση κατά την οποία επέλεξε να
μη μιλήσει κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων και οι αρχές χρησιμοποιούν τεχνάσματα
για να προκαλέσουν ομολογία ή άλλες δηλώσεις ενοχοποιητικής φύσης από τον
ύποπτο, τις οποίες δεν μπόρεσαν να λάβουν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στη
συγκεκριμένη υπόθεση επρόκειτο για εξομολόγηση σε έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας
που μοιραζόταν το κελί του υπόπτου/αιτούντος και οι οποίες καταθέσεις ή δηλώσεις
που λήφθηκαν με αυτόν τον τρόπο προσκομίσθηκαν στη δίκη (Allan κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
Βέβαια το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
έχει κρίνει ότι το δικαίωμα της σιωπής δεν είναι απόλυτο. (John Murray κατά
Ηνωμένου Βασιλείου , Ibrahim κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Σύμφωνα
με το ΕΔΔΑ, για να εξετάσει το Δικαστήριο κατά πόσο μια διαδικασία έχει παραβιάσει τον πυρήνα
του δικαιώματος, θα λάβει ιδιαίτερα υπόψη τη φύση και τον βαθμό του
καταναγκασμού, την ύπαρξη τυχόν σχετικών διασφαλίσεων στη διαδικασία και τη
χρήση του κάθε στοιχείου που αποκτάται κατά τη διαδικασία αυτή (Jalloh κατά
Γερμανίας, O'Halloran και Francis κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Bykov κατά Ρωσίας, Ibrahim
και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου).
Σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας 2016/343 για την ενίσχυση
ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου
στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι
οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν σιωπηλοί σε
ό,τι αφορά την αξιόποινη πράξη για την οποία είναι ύποπτοι ή κατηγορούνται
(παρ.1) ενώ η άσκηση από υπόπτους και κατηγορουμένους του δικαιώματος σιωπής ή
του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης δεν χρησιμοποιείται εναντίον τους ούτε
θεωρείται απόδειξη ότι έχουν διαπράξει την αξιόποινη πράξη (παρ.5).
Η ως άνω Οδηγία ενσωματώθηκε στο κυπριακό δίκαιο και
συγκεκριμένα με τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Νόμο 110 (I) του
2018. Ειδικότερα στο βασικό περί Ποινικής Δικονομίας νόμο προστέθηκε νέο άρθρο
3Γ με τίτλο «Δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης», σύμφωνα με το οποίο
ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σιωπής σε ότι αφορά την αξιόποινη
πράξη για την οποία είναι ύποπτος ή διώκεται. Προβλέπεται επίσης ότι η άσκηση
από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο του δικαιώματος σιωπής ή/και της μη
αυτοενοχοποίησης δεν χρησιμοποιείται εναντίον του ούτε θεωρείται από μόνη της
απόδειξη ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει την αξιόποινη πράξη. Νοείται
ότι οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις του περί
Αποδείξεως Νόμου αναφορικά με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων από τα
δικαστήρια.
Η σιωπή του υπόπτου ή κατηγορούμενου δεν πρέπει να αποτελεί
εργαλείο των ανακριτικών ή αστυνομικών αρχών που οδηγεί στην ενοχοποίηση του, δεν
θα πρέπει να χρησιμοποιείται εναντίον και δεν θα πρέπει να θεωρείται από μόνη
της απόδειξη ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει διαπράξει τη συγκεκριμένη αξιόποινη
πράξη. Αποτελεί δικαίωμα του υπόπτου ή κατηγορούμενου και όχι αδυναμία του.
* Senior Associate Lawyer at Dionysiou & Partners LLC
Σχόλια