Αμεροληψία Δικαστηρίου: Ο γιος του δικαστή ήταν δικηγόρος της τράπεζας σε ποινική υπόθεση κατά στελεχών της (EΔΔΑ)
Νέα σημαντική απόφαση σχετικά με την αμεροληψία του
δικαστηρίου εξέδωσε στις 4 Ιουνίου 2019 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση Sigurður
Einarsson and Others v. Iceland (αρ.αίτησης 39757/15). Το Δικαστήριο ομόφωνα
έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη
δίκη) λόγω έλλειψης αμεροληψίας του εθνικού δικαστή.
Ειδικότερα, η υπόθεση αφορούσε σε ποινική διαδικασία
εναντίον τεσσάρων στελεχών τράπεζας σε σχέση με μεταβίβαση μετοχών στην τράπεζα
(Κaupbing) πριν αυτή χρεοκοπήσει το
2008. Συγκεκριμένα η τράπεζα είχε ανακοινώσει ότι μία εταιρεία που εμμέσως
ανήκε στην βασιλική οικογένεια του Κατάρ, είχε αγοράσει το 5,01% των
μετοχών της. Η έρευνα αποκάλυψε ότι τα
κεφάλαια για τη μεταβίβαση αυτή αντλήθηκαν από δάνεια που χορήγησε η ίδια αυτή
τράπεζα και ότι για τα δάνεια αυτά δεν υπήρχε η απαιτούμενη έγκριση από την
πιστωτική επιτροπή της τράπεζας, ενώ δεν υπήρξε η κατάλληλη ή και καμία
εξασφάλιση για τη σύναψή τους.
Οι τέσσερεις προσφεύγοντες κρίθηκαν ένοχοι από τα εθνικά
δικαστήρια για χειραγώγηση της αγοράς και απιστία κατά περίπτωση. Μεταξύ των
αιτιάσεων που προέβαλαν οι παραπάνω 4 αιτητές ήταν και αυτή της αμεροληψίας του
δικαστηρίου που τους καταδίκασε. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκαν ότι η σύζυγος του ενός
από τους ανώτατους δικαστές ήταν μέλος της οικονομικής εποπτικής αρχής που διεξήγαγε
την έρευνα στην παραπάνω τράπεζα. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι ο γιος του ίδιου
αυτού δικαστή είχε εργαστεί στο νομικό τμήμα της τράπεζας πριν αυτή χρεοκοπήσει
και κατόπιν κατά το στάδιο εκκαθάρισής της.
Εκτός των παραπάνω οι τέσσερις αιτητές ισχυρίστηκαν ακόμα
ότι δεν τους επιτράπηκε η πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό και η εξέταση των
μαρτύρων καθώς και ότι μαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών συνομιλιών τους με τους δικηγόρους
τους ήταν παράνομη.
Το Δικαστήριο επί του ζητήματος της αμεροληψίας διαπίστωσε
ότι οι αιτητές δεν είχαν ενημερωθεί επίσημα ότι ο γιος του δικαστή είχε
εργαστεί ως δικηγόρος στην τράπεζα πριν και μετά την κατάρρευση της. Το γεγονός
ότι οι δικηγόροι των αιτητών γνώριζαν τον γιο του δικαστή ή ότι η
χρηματοπιστωτική κοινότητα της Ισλανδίας είναι μικρή, όπως ισχυρίστηκε η
κυβέρνηση της Ισλανδίας, δεν αποτελεί υπεράσπιση κάποιου που έχει τεθεί υπό
αμφισβήτηση για το ζήτημα της έλλειψης αμεροληψίας.
Ούτε η υπεράσπιση ρητώς ανέφερε ότι δεν είχε καμία αντίρρηση
έναντι του συγκεκριμένου δικαστή που έλαβε μέρος στην υπόθεση, παρά τη
συγκεκριμένη οικογενειακή σύνδεση. Επομένως, το ΕΔΔΑ έκρινε την καταγγελία αυτή
ως παραδεκτή. Το Δικαστήριο επανέλαβε το θέμα του ελέγχου της υποκειμενικής και
αντικειμενικής αμεροληψίας και ειδικότερα ότι η πρώτη αφορά το προσωπικό
συμφέρον ενός δικαστή, η δε δεύτερη στο αν ένα δικαστήριο ή η σύνθεσή του
παρείχε επαρκείς εγγυήσεις αμεροληψίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο γιος του δικαστή εργάστηκε στην
εν λόγω τράπεζα από το 2007. Συνέχισε αργότερα ως επικεφαλής της νομικής
υπηρεσίας της επιτροπής επίλυσης διαφορών και της επιτροπής εκκαθάρισης από το 2008
έως το 2013, κατά τη διάρκεια της
έρευνας σχετικά με τους αιτητές, τη δίκη τους και τις αστικές διαδικασίες που
άσκησε
η τράπεζα έναντι δύο από αυτούς. Στη συνέχεια εργάστηκε ως σύμβουλος στην
τράπεζα, την ίδια ώρα που η υπόθεση των 4 αιτητών δικαζόταν από το Ανώτατο
Δικαστήριο.
Αυτός ο οικογενειακός δεσμός, έκρινε το ΕΔΔΑ, αρκούσε για να
δημιουργήσει αντικειμενικά δικαιολογημένους φόβους για την αμεροληψία του δικαστή
του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην διαδικασία της ποινικής έφεσης των 4 αιτητών, αμφιβολία
που θα μπορούσε να είχε προβληθεί από όλους τους προσφεύγοντες, έστω και αν η
αστική δίκη από την τράπεζα είχε ασκηθεί μόνο κατά δύο εξ’αυτών. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση
του Άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
(cylegalnews.com/ECHR)Δείτε το πλήρες κείμενο της απόφασης εδώ
Σχόλια