Ο περί της Ενάσκησης της Πειθαρχικής
Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (Τροποποιητικός) (Αρ.1)
Διαδικαστικός Κανονισμός του 2019 τροποποιεί τους περί της Ενάσκησης της
Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικούς
Κανονισμούς (βασικός διαδικαστικός κανονισμός) και συγκεκριμένα:
Ο Κανονισμός 2 («Ορισμοί») του βασικού
Διαδικαστικού Κανονισμού τροποποιείται με την προσθήκη στην ερμηνεία του όρου
«Πειθαρχικό παράπτωμα», μετά από τη φράση «από Δικαστικό Λειτουργό.», της
ακόλουθης πρότασης:
«Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς,
υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να συνιστά
«πειθαρχικό παράπτωμα».
Η νέα διατύπωση έχει ως εξής:
"Πειθαρχικό παράπτωμα"
περιλαμβάνει την άρνηση, παράλειψη, ολιγωρία ή παρέκκλιση από την εκτέλεση του
δικαστικού καθήκοντος και, γενικά, συμπεριφορά απαράδεκτη από Δικαστικό
Λειτουργό. Ειδικότερα, σοβαρή παραβίαση των προνοιών του Οδηγού Δικαστικής
Συμπεριφοράς, υπό τους όρους που τίθενται στην παρ. Β.3 του Οδηγού, δυνατό να
συνιστά «πειθαρχικό παράπτωμα».
Η παράγραφος Β.3 του Οδηγού έχει ως εξής:
«Συνεπώς η μη συμμόρφωση στις πρόνοιες του
Οδηγού δεν αποτελεί κατ΄ανάγκη πειθαρχικό αδίκημα, αλλά εξαρτάται από
παράγοντες όπως είναι η σοβαρότητα της παράβασης, τα αποτελέσματά της σε
τρίτους ή στο δικαστικό σύστημα ως σύνολο ή το κατά πόσο υπάρχει συστηματική
διαγωγή αυτού του είδους. Παρά ταύτα τονίζεται ότι οι κατευθυντήριες γραμμές
του Οδηγού είναι δεσμευτικές, αποτελούν την πεμπτουσία της 4 δικαστικής
συμπεριφοράς και η παράβασή τους μπορεί να οδηγήσει σε πειθαρχική ευθύνη η
οποία σε ότι αφορά τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου
προσδιορίζεται από τα Άρθρα 133 και 153 του Συντάγματος και σε ότι αφορά τους
δικαστικούς Λειτουργούς, από το Άρθρο 157 του Συντάγματος. Η δε διαδικασία
ρυθμίζεται αντιστοίχως από τους αντίστοιχους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του
2015 και του 2000».
Δείτε τον Τροποποιητικό Κανονισμό εδώ
Σχόλια