13ος μισθός: Προστασία του εργαζόμενου από δυσμενή μεταχείριση και αποκοπή του επιπλέον μισθού από τον Εργοδότη
Του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου LL.M
Η καταβολή 13ου ή/και 14ου μισθού γενικά
δεν είναι υποχρεωτική στην Κύπρο όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, καθώς δεν
υπάρχει νομοθεσία που να υποχρεώνει τον Εργοδότη να καταβάλλει πλέον των 12
μισθών στον εργοδοτούμενο ανά έτος.
Υπάρχουν ωστόσο ορισμένες ειδικές
περιπτώσεις όπου καταβάλλεται επιπλέον μισθός ή μισθοί όταν κάτι τέτοιο
προβλέπεται στη συλλογική σύμβαση ή στην ατομική συμφωνία εργοδότησης ή έχει
αποτελέσει πρακτική που ακολουθείται από τον Εργοδότη.
Σύμφωνα με τον Νόμο περί Ενημέρωσης του
Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για του Όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη Σχέση
Εργασίας, κάθε εργοδότης είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει γραπτώς τον
εργοδοτούμενο για τους όρους εργοδότησης του, περιλαμβανομένου και του 13ου
ή/και 14ου μισθού, όταν παρέχεται.
Από τις παραπάνω περιπτώσεις νομικό
ενδιαφέρον έχει η τρίτη περίπτωση, αυτή της πρακτικής, η οποία προκύπτει όταν
παρότι δεν υπάρχει ρητή συμφωνία για καταβολή 13ου ή/και 14 μισθού, ο Εργοδότης
εντούτοις συνηθίζει να καταβάλει στους εργοδοτούμενους τον ή τους επιπλέον
μισθούς κατά πάγια πρακτική.
Επομένως όταν κατά την πρόσληψη νέου
εργαζόμενου από τον Εργοδότη, συμφωνηθεί να μην καταβάλλεται σε αυτόν 13ος
ή/και 14ος μισθός, όταν σε όλους ανεξαιρέτως τους υπόλοιπους εργαζομένους
καταβάλλεται επιπλέον μισθός ή/και μισθοί κατά πάγια πρακτική, θα υπάρχει
ζήτημα άνισης μισθολογικής μεταχείρισης του συγκεκριμένου εργαζόμενου.
Επίσης σημειώνεται ότι όταν στον ίδιο
Εργοδότη εργοδοτούνται υπάλληλοι με μερική απασχόληση, εάν καταβάλλεται
13ος ή/και 14ος μισθός σε υπάλληλους με πλήρη απασχόληση, τότε θα
πρέπει να καταβάλλεται ο επιπλέον μισθός κατ’ αναλογία και στους υπάλληλους με
μερική απασχόληση. Αυτό προκύπτει από τον Νόμο Περί Εργοδοτουμένων με Μερική
Απασχόληση (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) του 2002.
Αντίστοιχα και όταν στον ίδιο Εργοδότη
απασχολούνται υπάλληλοι ορισμένου χρόνου, εάν καταβάλλεται 13ος ή/και
14ος μισθός σε υπάλληλους αορίστου χρόνου, τότε θα πρέπει να καταβάλλεται
13ος μισθός ή άλλο αντισταθμιστικό ωφέλημα και στους υπάλληλους ορισμένου
χρόνου. (Νόμος περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση
Δυσμενούς Μεταχείρισης) του 2003).
Επισημαίνεται ακόμα ότι σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου, αυτός δικαιούται να λάβει αναλογία 13ου ή/και 14ου μισθού όταν έχει συμφωνηθεί να καταβάλλεται ή όταν αυτό αποτελεί πάγια πρακτική του Εργοδότη.
Επισημαίνεται ακόμα ότι σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου, αυτός δικαιούται να λάβει αναλογία 13ου ή/και 14ου μισθού όταν έχει συμφωνηθεί να καταβάλλεται ή όταν αυτό αποτελεί πάγια πρακτική του Εργοδότη.
Πρακτικό ενδιαφέρον έχουν οι περιπτώσεις
που ο Εργοδότης ακολουθεί διαφορετική πολιτική στους εργαζομένους του όσον
αφορά στην καταβολή 13ου ή/και 14ου μισθού. Είναι σύνηθες τα κριτήρια για την
καταβολή ή μη επιπλέον μισθού/μισθών να είναι τα τυπικά προσόντα, η προσωπική
συμπάθεια, τα χρόνια προϋπηρεσίας ή άλλοι λόγοι.
Ωστόσο το δικαίωμα του Εργοδότη να
διαφοροποιείται ως προς την καταβολή του 13ου ή/και 14 μισθού στους
εργοδοτούμενους θα πρέπει να είναι περιορισμένο και σε περιπτώσεις όπου, όπως
ανωτέρω αναφέρθηκε, αποτελεί πάγια πρακτική η καταβολή επιπλέον μισθού/μισθών
σε μια εταιρεία/επιχείρηση, τυχόν μη καταβολή σε κάποιον ή ορισμένους
εργαζόμενους θα συνιστά αναμφισβήτητα δυσμενή διάκριση στο χώρο εργασίας και θα
δίνει το δικαίωμα στον εργαζόμενο να διεκδικήσει τη μισθολογική παροχή που
στερείται λόγω της άνισης μεταχείρισης του από τον Εργοδότη.
Η μη καταβολή του 13ου μισθού αποτελεί
αστικό και ποινικό αδίκημα. Κατ αρχήν η μη καταβολή του, όταν αυτός συνιστά
μέρος του ετήσιου μισθού του εργοδοτούμενου, συνιστά παράβαση των διατάξεων του
Νόμου περί Προστασίας των Μισθών.
Είναι επίσης ποινικό αδίκημα και έχει ως
συνέπεια την ποινική δίωξη του εργοδότη. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, σε
περίπτωση καταδίκης του εργοδότη, αυτός υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν
υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις
δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Το Δικαστήριο επιπρόσθετα από τις ποινές αυτές
δύναται, με την καταδίκη του εργοδότη, να εκδώσει και Διάταγμα καταβολής του
οφειλόμενου ποσού προς τον εργαζόμενο.
Σημαντική στη σχετική νομολογία είναι η
απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Ποινικής Έφεσης αρ. 151/2016 (Αδελφοι Λ. Λτδ κατά Διευθ. Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων), όπου στην συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι «το
δώρο Χριστουγέννων που η Εφεσείουσα παραχωρούσε σταθερά, τακτικά και
προσδιορισμένα, δηλαδή κάθε Χριστούγεννα, και ήταν επαρκώς προσδιορισμένο
εφόσον ήταν ίσο περίπου με το μηνιαίο του μισθό, είχε τα χαρακτηριστικά του
μισθού όπως ερμηνεύεται στον σχετικό Κυπριακό Νόμο».
Όπως είχε κριθεί και από το πρωτόδικο
δικαστήριο, το εν λόγω δώρο-μισθός δινόταν σε όλους τους υπαλλήλους της εργοδότριας
εταιρείας. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο «η νομική βάση για την
προαναφερόμενη ερμηνεία ήταν το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου όπου αναφέρεται
ότι «μισθός» σημαίνει κάθε χρηματική αντιμισθία, δηλαδή μισθός είναι κάθε
παροχή οποιασδήποτε μορφής ή ονομασίας, που δίδεται ως αντάλλαγμα
για παρασχεθείσα εργασία. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία πώς
αποκαλείται η παροχή αυτή. Στο μισθό δεν περιλαμβάνονται οι
οποιεσδήποτε έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex-gratia) πληρωμές».
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου, «το
δώρο Χριστουγέννων δεν εδίδετο ως έκτακτη προμήθεια ή κατά χάριν πληρωμή άλλα
διδόταν κάθε χρόνο, την ίδια περίοδο, σε όλους τους υπαλλήλους και χωρίς
οποιαδήποτε αίρεση ή όρο. Επομένως, κατέληξε το πρωτόδικο
δικαστήριο, ο 13ος μισθός δεν δινόταν ούτε έκτακτα, ούτε χαριστικά στον
παραπονούμενο, ώστε να εξαιρείται από την ερμηνεία που ο ίδιος ο Νόμος δίδει σε
σχέση με το μισθό. Ο 13ος μισθός είχε συμφωνηθεί μεταξύ
εργοδότη και εργοδοτούμενου και αποτελούσε μέρος της συμφωνίας εργοδότησης
του. Το δώρο Χριστουγέννων ήταν μια χρηματική αντιμισθία ή αντάλλαγμα που
προέκυπτε από την απασχόληση του εργοδοτούμενου».
Όταν λοιπόν καταβάλλεται 13ος μισθός ακόμα
και υπό τη μορφή «δώρου Χριστουγέννων» δεν μπορεί ο εργοδότης να τον αποκόπτει
μονομερώς. Αντιθέτως για τη μη καταβολή του εφεξής , απαιτείται η ρητή συγκατάθεση
του υπαλλήλου.
*ο Γιώργος Καζολέας είναι δικηγόρος σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Σχόλια