Δικηγορικό Απόρρητο και Κράτος Δικαίου - Οι σημαντικότερες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ δικηγόρου
και πελάτη αποτελεί αντικείμενο έννομης προστασίας και κάθε εξαίρεση, περιορισμός, ή
υποσημείωση θα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος της δίκαιης δίκης αλλά και της αρχής της αναλογικότητας.
Η εμπιστευτικότητα της με κάθε μέσο
επικοινωνίας κάθε πολίτη αποτελεί αντικείμενο προστασίας ούτως ή άλλως από την
Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 8) και από τις εθνικές
συνταγματικές επιταγές.
Πολύ δε περισσότερο προστατεύεται το
δικηγορικό απόρρητο, καθώς οι δικηγόροι είναι συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης και
διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στις δημοκρατικές κοινωνίες.
Οποιαδήποτε ρύθμιση που επιχειρεί να
αναιρέσει ή περιορίσει το δικηγορικό απόρρητο θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα σε
δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ), αμφισβητεί την αποτελεσματική δικαστική
προσφυγή (άρθρο 13 ΕΣΔΑ) και συνεπώς υπονομεύει τη λειτουργία του συστήματος
απονομής δικαιοσύνης.
H Νομολογία του ΕΔΔΑ
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) έχει εκδώσει πληθώρα αποφάσεων που υπερασπίστηκαν την
προστασία του επαγγελματικού απορρήτου των δικηγόρων.
Στην υπόθεση Niemietz κατά Γερμανίας το
1992 το ΕΔΔΑ διεύρυνε την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ,
ώστε να περιλαμβάνει και την επαγγελματική δραστηριότητα.
Το 1998 το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελβετία στην
υπόθεση εναντίον της (Κopp κατά Ελβετίας),καθώς διαπίστωσε παράβαση του άρθρου
8 της ΕΣΔΑ. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η Εισαγγελία παρακολουθούσε τις
τηλεφωνικές γραμμές του γραφείου του προσφεύγοντος δικηγόρου στο πλαίσιο
διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, στην οποία ο δικηγόρος αποτελούσε τρίτο μέρος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε διασφαλισθεί για το δικηγόρο ένας ελάχιστος
βαθμός προστασίας από το Κράτος Δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το 2005 το ΕΔΔΑ καταδίκασε τη Φινλανδία
στην υπόθεση εναντίον της (Petri Sallinen και άλλοι κατά Φινλανδίας) καθώς η αστυνομία κράτησε
αντίγραφο από έναν σκληρό δίσκο που ανήκε στον αιτούντα δικηγόρο. Ο δίσκος
περιείχε μεταξύ άλλων ιδιωτικές πληροφορίες τριών πελατών του . Το δικαστήριο
έκρινε εν προκειμένω ότι ο φινλανδικός νόμος δεν παρείχε επαρκείς νομικές
εξασφαλίσεις καθώς ήταν ασαφής ως προς τις περιστάσεις που μπορεί
ένα τέτοιο υλικό να ελεγχθεί και να κατασχεθεί από την αστυνομία.
Έρευνα στην κατοικία του δικηγόρου και σε τραπεζικούς
λογαριασμούς του
Σε απόφαση του ΕΔΔΑ το
2007 (υπόθεση Smirnov κατά Ρωσίας) η ρωσική αστυνομία δεν περιορίστηκε μόνο
στην έρευνα στο δικηγορικό γραφείο, αλλά την επέκτεινε και στην οικία του
δικηγόρου. Συγκεκριμένα, η έρευνα έγινε στο διαμέρισμα του δικηγόρου, όπου
ελέχθηκαν και κατασχέθηκαν έγγραφα και η κεντρική μονάδα του
προσωπικού του υπολογιστή με σκοπό να ανευρεθούν στοιχεία και πληροφορίες
πελατών του δικηγόρου, οι οποίοι ήταν ύποπτοι για συμμετοχή σε εγκληματική
οργάνωση. Ο σκοπός της έρευνας δεν ήταν άλλος από το να βρεθούν ενοχοποιητικά
στοιχεία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το δικηγορικό απόρρητο και ότι η
έρευνα διεξήχθη χωρίς να τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας και χωρίς να τηρηθούν
επαρκείς εξασφαλίσεις του επαγγελματικού απορρήτου.
Σε απόφαση του 2008 (Andre και αλλοι κατά
Γαλλίας), οι φορολογικές αρχές έκαναν έρευνα σε δύο δικηγορικά γραφεία
προκειμένου να ανακαλύψουν ενοχοποιητικά στοιχεία για φορολογικά εγκλήματα
εναντίον εταιρείας που ήταν εντολέας των δύο δικηγόρων. Κατασχέθηκαν έγγραφα
και ιδιόχειρα σημειώματα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8
της ΕΣΔΑ, κρινοντας ότι η συγκεκριμένη έρευνα ήταν δυσανάλογη με τον
επιδιωκόμενο σκοπό. Έχει ιδιαίτερη σημασία η δικαστική κρίση εν προκειμένω , ότι
οι έρευνες και οι κατασχέσεις στοιχείων και εγγράφων σε δικηγορικό γραφείο
παραβιάζουν αναμφισβήτητα το δικηγορικό απόρρητο στην καρδιά της σχέσης
εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ δικηγόρου και πελάτη και το δικαίωμα του πελάτη
να μην ενοχοποιήσει τον εαυτό του.
Στην υπόθεση Sommer κατά Γερμανίας το 2017,
το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αποφασίσει επί έρευνας τραπεζικών λογαριασμών
δικηγόρου στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης υπόθεσης πελάτη του. Η εισαγγελία
της Γερμανίας διέταξε έρευνα στους λογαριασμούς του δικηγόρου χωρίς να
ενημερώσει τον δικηγόρο και χωρίς να λάβει τις απαραίτητες δικαστικές
διαδικαστικές εγγυήσεις για την προστασία του επαγγελματικού απορρήτου. Τα
στοιχεία από τις τραπεζικές συναλλαγές του δικηγόρου με τους πελάτες του
συμπεριλήφθηκαν μάλιστα στη δικογραφία της υπόθεσης και γνωστοποιήθηκαν σε
τρίτους. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο έλεγχος του τραπεζικού λογαριασμού
παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και δεν ήταν απαραίτητος σε μια
δημοκρατική κοινωνία.
Κατάσχεση σημειώματος που δόθηκε από δικηγόρο σε πελάτη του μέσα στο δικαστήριο
Στην υπόθεση του 2018- Laurent κατά Γαλλίας-
, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ σε περίπτωση παρακράτησης
από έναν αστυνομικό εγγράφων που ο προσφεύγων δικηγόρος είχε παραδώσει στους
πελάτες του, οι οποίοι βρίσκονταν υπό αστυνομική συνοδεία μέσα στο χώρο του δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο ειδικότερα διαπίστωσε ότι η
παρακράτηση και το άνοιγμα της αλληλογραφίας του δικηγόρου που προοριζόταν για τους πελάτες του,
δεν ανταποκρινόταν σε πιεστική κοινωνική ανάγκη και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία
σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ένα διπλωμένο
φύλλο χαρτιού στο οποίο ένας δικηγόρος έχει γράψει ένα μήνυμα, πριν το
παραδώσει στους πελάτες του, αποτελεί προστατευμένη αλληλογραφία κατά την
έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Τόνισε ακόμα ότι το περιεχόμενο των
εγγράφων που παρακρατήθηκαν από τον αστυνομικό ήταν αδιάφορο δεδομένου ότι,
ανεξαρτήτως του σκοπού της, η αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων και των πελατών
τους αποτελεί θέμα ιδιωτικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα.
Ελλείψει υποψίας για τέλεση οποιασδήποτε
παράνομης πράξης, η παρακράτηση των εγγράφων δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί. Η
πράξη του αστυνομικού να παρακρατήσει τα έγγραφα που ο δικηγόρος έδωσε στους
πελάτες του, αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος επικοινωνίας συνηγόρου και
εντολέα, σύμφωνα με το Δικαστήριο.
H καταδίκη της Ελλάδας
Επίσης το 2018, το ΕΔΔΑ στην υπόθεση
Λεωτσάκος κατά Ελλάδας έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της
ΕΣΔΑ. Η υπόθεση αφορούσε σε έρευνα στην επαγγελματική εγκατάσταση του δικηγόρου
κ.Λεωτσάκου και στην κατάσχεση διαφόρων στοιχείων και εγγράφων στο πλαίσιο
ποινικής έρευνας που τον αφορούσε προσωπικά (τα αδικήματα αφορούσαν
νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και δωροδοκία
δικαστών).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι
διαδικαστικές παραλείψεις ήταν τέτοιες ώστε η έρευνα και η κατάσχεση που
διενεργήθηκε στο δικηγορικό γραφείο του δικηγόρου δεν μπορούσε να θεωρηθεί
εύλογα αναλογική ως προς την επιδίωξη των νόμιμων σκοπών (πρόληψη του
εγκλήματος) υπό το πρίσμα του συμφέροντος μιας δημοκρατικής κοινωνίας να εξασφαλίσει
το σεβασμό στην κατοικία του πολίτη.
Μεταξύ άλλων ελλείψεων της διαδικασίας, ο
προσφεύγων δικηγόρος δεν ήταν παρών κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία
διήρκεσε 12 ημέρες και οι Αρχές είχαν κατασχέσει ηλεκτρονικούς υπολογιστές και
εκατοντάδες έγγραφα, συμπεριλαμβανομένων των αρχείων πελατών που καλύπτονται
από το επαγγελματικό απόρρητο.
Είναι σημαντικό ότι το Δικαστήριο θεώρησε
πως η παρουσία ενός γείτονα ως ανεξάρτητου μάρτυρα δεν ήταν επαρκής εγγύηση, επειδή η συγκεκριμένη μάρτυρας δεν είχε νομικές γνώσεις και δεν ήταν σε θέση να
διακρίνει έγγραφα που αφορούσαν υποθέσεις πελατών του δικηγόρου.
Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι οι έρευνες ή οι
έλεγχοι της κατοικίας ή του γραφείου ενός δικηγόρου που ασκεί νόμιμα το
επάγγελμά του, ως μέλος δικηγορικού συλλόγου, έπρεπε να συνοδεύονται από
ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις.
Με το παραπάνω σκεπτικό το Δικαστήριο
καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει στον αιτούντα δικηγόρο 2.000 ευρώ για ηθική
βλάβη και 2.034 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Η τήρηση του δικηγορικού απορρήτου εγγύηση για το Κράτος
Δικαίου
Η παρακολούθηση και χρήση τηλεφωνικών
επικοινωνιών, ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και επιστολών μεταξύ δικηγόρου και
πελάτη παραβιάζει αναμφισβήτητα το δικηγορικό απόρρητο. Επίσης η έρευνα και
κατάσχεση σε δικηγορικά γραφεία στοιχείων, εγγράφων και ηλεκτρονικών δεδομένων
που αφορούν σε πληροφορίες των πελατών των δικηγόρων έρχεται σε αντίθεση με την
υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που πηγάζει πρώτα και κύρια από
την ειδική σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δικηγόρου και πελάτη.
Ο δικηγόρος δεν
αποτελεί έναν απλό ιδιώτη που ο εντολέας μοιράζεται κρίσιμες πληροφορίες μαζί
του. Αποτελεί αντιθέτως τον θεσμοθετημένο νομικό παραστάτη του που έχει
υποχρέωση να τον εκπροσωπήσει και υπερασπιστεί στο πλαίσιο δίκαιης δίκης. Αυτήν
που οφείλει να του εξασφαλίσει η Πολιτεία, διασφαλίζοντας πρωτίστως το
δικηγορικό απόρρητο.
Σχόλια