Γράφει η Άντρεα Σταύρου, ασκ.δικηγόρος
Η απόφαση Ibrahim [1964] 1 CLR 195 και οι
αρχές που υιοθετήθηκαν σ’ αυτήν, αποτέλεσαν το θεμέλιο στο οποίο στηρίχθηκε η
νομολογία του Κυπριακού Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς το δίκαιο της ανάγκης και
συνέβαλαν ουσιαστικά στην ίδια τη διατήρηση του Κυπριακού Κράτους. Η απόφαση
αυτή είναι αδιαφιλονίκητα η σημαντικότερη απόφαση στην Κυπριακή έννομη τάξη υπό
όρους περιεχομένου αλλά και επίπτωσης επί της ερμηνείας των συνταγματικών
ρυθμίσεων.
Το δίκαιο της ανάγκης συνδέθηκε εξαρχής με
την αναγκαιότητα που προέκυψε σχετικά με το σύστημα της απονομής της
δικαιοσύνης και συνεπώς δε θα μπορούσε τυπικά να αφορά τις συνταγματικές
διατάξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενώ σε πρώτο στάδιο η εφαρμογή του
δικαίου της ανάγκης δεν επεκτάθηκε στις διατάξεις αυτές, εντούτοις, το ζήτημα
αυτό άρχισε να εμφανίζεται προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Στην υπόθεση Ibrahim, με τρεις διαφορετικές
αλλά συγκλίνουσες γνώμες, οι Ελληνοκύπριοι Δικαστές (Τριανταφυλλίδης, Ιωσηφίδης
και Βασιλειάδης), απορρίπτοντας τα επιχειρήματα περί αντισυνταγματικότητας του
νόμου 33/64, αναγνώρισαν την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Η αναγνώριση
αυτή έγινε στη βάση της ανάγκης για διατήρηση της οργανωτικής δομής του
Κυπριακού Κράτους, το οποίο βρισκόταν αντιμέτωπο με την κατάρρευση της
συνταγματικής τάξης, των θεσμών του δικαίου και γενικότερα του συστήματος
απονομής της δικαιοσύνης,
Μελετώντας, λοιπόν, το αιτιολογικό σκεπτικό
των τριών Δικαστών, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η γενεσιουργός αιτία του
Κυπριακού δικαίου της ανάγκης αφορούσε την αδυναμία λειτουργίας της δομής του Συντάγματος.
Βάσει του συνταγματικού άρθρου 33, δύναται
να υποστηριχθεί ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να έχει συνάφεια με τα
ανθρώπινα δικαιώματα, εφόσον σύμφωνα με αυτό, τα τελευταία δεν μπορούν να
υπόκεινται σε περιορισμούς οι οποίοι δεν προβλέπονται ρητώς εκ του
συνταγματικού κειμένου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ήρθε αντιμέτωπο για
πρώτη φορά το 1967 με τη δυνατότητα επίκλησης του δικαίου της ανάγκης επί του
περιορισμού των συνταγματικά προστατευόμενων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στην υπόθεση Chimonides [1967] 1 CLR 125,
εξετάζοντας τη συνταγματικότητα του νόμου 19/65, υπήρξε το επιχείρημα περί
παραβίασης του άρθρου 26 του Συντάγματος. Η πλειοψηφία του Ανωτάτου, με στενή
ερμηνεία του υπό εξέταση άρθρου και αποδεχόμενη πως αυτό παρέχει προστασία μόνο
του δικαιώματος σύναψης σύμβασης και όχι των δικαιωμάτων που απορρέουν από μία
σύμβαση, έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο δεν τύγχανε εφαρμογής στην παρούσα
υπόθεση.
Αξιοσημείωτη,
στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι η εισαγωγή της έννοιας των police powers
(αστυνομικές/εφεδρικές εξουσίες ή κατάλοιπα εξουσίας) του Αμερικανικού δικαίου για
πρώτη φορά στην Κυπριακή νομολογία, εκ μέρους της μειοψηφούσας απόφασης του
Δικαστή Ιωσηφίδη. Μία θέση η οποία, αρχικά, δεν έγινε αποδεκτή από τους λοιπούς
Δικαστές.
Στην υπόθεση Apostolides [1982] 3 CLR 928,
στην οποία τέθηκε και πάλι η έννοια των police powers, εγέρθηκε το ζήτημα
συνταγματικότητας του νόμου 1/75 με το επιχείρημα παραβίασης του άρθρου 23 του
Συντάγματος. Εντούτοις, το Δικαστήριο καταρρίπτοντας το προμνημονευθέν
επιχείρημα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 23 παρέχει την προστασία του
δικαιώματος ιδιοκτησίας εντός των ορίων που θέτονται στο σχετικό εδάφιο και ως
εκ τούτου δε δύναται η ύπαρξη διαφορετικού περιορισμού.
Στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας
του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Aloupas [1983] 1 CLR 55, εξετάσθηκε η
συνταγματικότητα του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου 24/79 μετά από τη θέση
ότι ο ίδιος αντιτίθεται των συνταγματικών άρθρων 6, 23, 24, 25, 26, 28 και 30. Παρόλο
που το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα πως ο νόμος ήταν συνταγματικός, εντούτοις,
υπήρξαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις των οποίων η διαφορά αναφερόταν στην
προέλευση της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης.
Αφενός, ο Δικαστής Τριανταφυλλίδης αναφέρει
πως όταν το Κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο με μία συμφορά που υπερβαίνει τη
θεραπευτική έκταση της κήρυξης κατάστασης ανάγκης, υπό το άρθρο 183 του
Συντάγματος, δύναται να προβεί στη λήψη μέτρων που εμπεριέχουν μείωση,
περιορισμό ή ακόμη και αποστέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μάλιστα, σημείωσε
πως αυτό μπορεί να γίνει κατά τρόπο αντίθετο προς το άρθρο 33 του Συντάγματος
και δυνάμει του δικαίου της ανάγκης.
Αφετέρου, ο Δικαστής Πικής, εστίασε στη
φύση του δικαίου της ανάγκης η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση της ύπαρξης του
Κράτους και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξεως όταν παρατηρείται απουσία
θεραπείας στο νομικό πλαίσιο.
Η Aloupas είναι η πρώτη υπόθεση στην οποία
αναγνωρίζεται συνταγματικότητα νόμου δυνάμει του δικαίου της ανάγκης. Στο
αιτιολογικό σκεπτικό του Δικαστηρίου, εστιάζονται οι εξαιρετικές συνθήκες μετά
το 1974 οι οποίες δεν μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με τρόπο διαφορετικό πέραν
του δικαίου της ανάγκης. Το Δικαστήριο προβαίνει σε μία στάθμιση των εκατέρωθεν
δικαιωμάτων, δανειστή και οφειλέτη, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της
υπόθεσης και ειδικότερα το γεγονός της εισβολής σε σχέση με την περιουσία του
οφειλέτη.
Αργότερα, στην υπόθεση Σολομωνίδης [2003] 1
ΑΑΔ 1275 εγέρθηκε η συνάφεια του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/1991
με το συνταγματικό κείμενο. Το Δικαστήριο με μνεία στην Aloupas και υιοθετώντας
το ίδιο σκεπτικό με την τελευταία, έκρινε ότι το δίκαιο της ανάγκης επιτρέπει
στο Κράτος να λάβει τα αναγκαία μέτρα ακόμη και αν αυτά περιλαμβάνουν
περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος.
Ενώ, λοιπόν, στις υποθέσεις Chimonides και Apostolides
το Δικαστήριο αρχικά διαπίστωσε πως δεν υπήρχε παράβαση του Συντάγματος και
ακολούθως προέβη σε αναφορά obiter του δικαίου της ανάγκης, αντίθετα στις υποθέσεις
Aloupas και Σολομωνίδης η συνταγματικότητα των νόμων αναγνωρίστηκε δυνάμει του
δικαίου της ανάγκης και η αναφορά σε αυτό ήταν ratio decidendi.
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο, στις Aloupas
και Σολομωνίδης, επαναλαμβάνει την ύπαρξη του στοιχείου της προσωρινότητας,
μέχρι δηλαδή να υπάρξει η ισορροπία εντός του Κράτους. Ως εκ τούτου, ο
οποιοσδήποτε περιορισμός ανθρωπίνου δικαιώματος είχε πραγματοποιηθεί, ήταν με
απώτερο σκοπό τη διασφάλιση του δικαιώματος μπροστά σε ένα χάος και μία
κοινωνική αταξία που το διέπει ένεκεν της Τουρκικής εισβολής. Μετά το 1974 η
οργανωτική καταστροφή που προκλήθηκε ήταν τόσο μεγάλη όπου ήταν αδύνατη η
συνάντηση μεταξύ της νομοθεσίας και του συνταγματικού ορίου.
Λόγω,
λοιπόν, της αδυναμίας εύρεσης μέτρου να καλύψουν τα κενά που υλοποιήθηκαν μετά
τις 14 Ιουλίου το 1974, ήταν αναγκαίο να προβούν σε θέσπιση νέων μέτρων. Ως εκ
τούτου, το γεγονός ότι ο περιορισμός γίνεται προσωρινά και για τη διασφάλιση δικαιωμάτων,
ίσως τελικά να αναιρεί το ότι επικαλούμενοι το δίκαιο της ανάγκης μπορεί να
υπάρξει περιορισμός αυτών. Και ακριβώς λόγω της εξαιρετικής κατάστασης με την
οποία ήρθε αντιμέτωπο το Κράτος μετά την εισβολή και της μοναδικότητας μίας
τέτοιας περίπτωσης, δε θα γίνεται αποδεκτό από μεταγενέστερη νομολογία να
υποστηρίζει πως δύναται ο περιορισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με το
δίκαιο της ανάγκης.
Παρότι η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης
επί του πεδίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμφανίστηκε να αποτελεί παράγοντα
μετά την Τουρκική εισβολή, αυτό δεν πρέπει να καθησυχάζει την εξέλιξη της
νομολογίας. Η μετατόπιση του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης από το
οργανωτικό μέρος του Συντάγματος στα ανθρώπινα δικαιώματα δε δύναται να γίνει
«μηχανικά», αγνοώντας δηλαδή τις ιδιαιτερότητες των συνταγματικών διατάξεων που
προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Είναι ουσιώδες να τονισθεί, όχι απλώς η
σημείωση των police powers εκ μέρους του Δικαστηρίου στην υπόθεση Aloupas, αλλά
η εξίσωσή τους με το δίκαιο της ανάγκης δεδομένου ότι λέχθηκε πως οι δύο αυτές
έννοιες είναι οι δύο όψεις του ιδίου δικαιικού νομίσματος. Το ανησυχητικό στο
παρόν στάδιο είναι η ευκολία της προαναφερθείσας εξίσωσης και η ανησυχία
βρίσκει εφαρμογή στην πληθώρα περιπτώσεων όπου οι police powers τυγχάνουν
επίκλησης από τα Αμερικανικά Δικαστήρια. Έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι καμία
φράση δε χρησιμοποιείται συχνότερα και συγχρόνως λιγότερο κατανοητά απ’ αυτήν
των police powers. Τουτέστιν, δύναται η ύπαρξη ενός ενδεικτικού καταλόγου με
ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επεκταθεί η πρακτική εφαρμογή των
police powers. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει την προστασία της περιουσίας, τη
χρήσης της περιουσίας γενικότερα, κανόνες οικοδομών, ρύθμιση πινακίδων και
άλλων κατασκευών, πρόληψη και προστασία από φωτιά, χρήση ζώων, περιορισμό
επιβλαβών οσμών, απαγόρευση όχλησης και ρύθμιση επαγγελμάτων.
Συνεπώς, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα
ότι η αναφορά στο δίκαιο της ανάγκης και των police powers δεν πρέπει να είναι
μία αναφορά ανεξέλεγκτη και χωρίς ιδιαίτερη προσοχή καθότι είναι δύο αντίθετες αρχές
υπό την έννοια της στενής και ευρείας εφαρμογής αντίστοιχα.
Το πνεύμα και το γράμμα της Ibrahim είχαν
υιοθετηθεί με μία αυστηρότητα λόγω της βαρύγδουπης θέσης που κατέχει η
νομολογία αυτή και η οποία χαρακτηρίζεται ως ο θεμέλιος λίθος του Κυπριακού
δικαιικού συστήματος.
Το Δικαστήριο στην Ibrahim έκρινε πως είναι
απαραίτητη η διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο η σιωπή του ως προς
τη δυνατότητα περιορισμού τους με επίκληση το δίκαιο της ανάγκης έδωσε το
έναυσμα στις μεταγενέστερες υποθέσεις να διευρύνουν τη σχέση μεταξύ των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του δικαίου της ανάγκης. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι
προβαίνουν σε επαναπροσδιορισμό του αιτιολογικού σκεπτικού της Ibrahim και αυτό
πραγματοποιείται με τη μετατόπιση του σκεπτικού από την ανάγκη υποστύλωσης του
Κράτους στον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το πρόβλημα, επίσης, που αντιμετωπίζει η
Κυπριακή νομολογία είναι το γεγονός αναγνώρισης και αποδοχής περιορισμού ανθρωπίνων
δικαιωμάτων στα πλαίσια μίας απλοποιημένης εφαρμογής των police powers.
Η εξίσωση της έννοιας των police powers με
το δίκαιο της ανάγκης, καθώς και ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με
επίκληση το τελευταίο, φαίνεται να δικαιολογείται με μοναδική αναφορά την ύπαρξη
έκτακτης ανάγκης, παρά το γεγονός ότι η βασική θέση και φύση της Ibrahim στο
Κυπριακό νομικό σύστημα απαιτεί μία πολύ προσεκτική προσέγγιση σε περιπτώσεις
εξαιρετικών καταστάσεων.
Σχόλια