Του Παναγιώτη Γάργαλη, Δικηγόρου-Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή
Ο νέος ιός SARS-CoV-2 (ή άλλως κορωνοϊός) και η σύγχρονη πανδημία COVID-19 που πλήττει το ανθρώπινο γένος ανά το παγκόσμιο είναι πλέον γεγονός. Η ταχύρυθμη και πολλές φορές απροσδιόριστη εξάπλωση του νέου ιού, έχει οδηγήσει αρκετές χώρες (ευρωπαϊκές και μη) στη λήψη αυστηρών μέτρων πρόληψης και καταστολής της νέας ασθένειας με σκοπό τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.
Ο νέος ιός SARS-CoV-2 (ή άλλως κορωνοϊός) και η σύγχρονη πανδημία COVID-19 που πλήττει το ανθρώπινο γένος ανά το παγκόσμιο είναι πλέον γεγονός. Η ταχύρυθμη και πολλές φορές απροσδιόριστη εξάπλωση του νέου ιού, έχει οδηγήσει αρκετές χώρες (ευρωπαϊκές και μη) στη λήψη αυστηρών μέτρων πρόληψης και καταστολής της νέας ασθένειας με σκοπό τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας.
Ως είναι φυσικό, η επικινδυνότητα του νέου
ιού και η επιτακτική ανάγκη για αυτοπεριορισμό, έχει επηρεάσει πολλές πτυχές
της καθημερινότητας μίας οικογένειας, μεταξύ των οποίων και τις διαπροσωπικές
σχέσεις των συγγενών. Ιδιαίτερο προβληματισμό, προκαλούν οι περιπτώσεις των
διαζευγμένων ατόμων ή οικογενειών όπου το ζευγάρι διατηρεί τυπικές σχέσεις με
τους απώτερους ανιόντες των ανήλικων τέκνων τους, με αποτέλεσμα η επικοινωνία
των παππούδων με τα εγγόνια να καθίσταται
πολλές φορές αδύνατη.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει, είναι
κατά πόσο μπορεί να εξασφαλιστεί η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας των
παππούδων με τα ανήλικα εγγόνια στις πιο πάνω περιπτώσεις, διασφαλίζοντας
παράλληλα το πολύτιμο αγαθό της υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας.
Το αυτοτελές και ανεξάρτητο λειτουργικό
δικαίωμα της επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με τα ανήλικα τέκνα αποτελεί
μία από τις ουσιαστικές πτυχές της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας
αυτών, προάγει το εθνικώς (άρθρο 15Σ)
και υπερεθνικώς (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) κατοχυρωμένο δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και
προασπίζει το καλώς νοούμενο συμφέρον που προβλέπει ο Νόμος για το ανήλικο
τέκνο (άρθρο 6 Ν.216/90).
Σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι η
διατήρηση των ψυχικών δεσμών του ανήλικου τέκνου με τους απώτερους ανιόντες
του, η αποφυγή πάσης φύσεως αποξένωσης που μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά προς
το συμφέρον αυτού και η ανάπτυξη των απαιτούμενων συναισθημάτων αγάπης και
οικογενειακής στοργής μεταξύ των προσώπων.
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 17Α
του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90), οι ανιόντες
(νοείται οι απώτεροι αφού για τον γονέα που διατηρεί δικαίωμα επικοινωνίας
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 17) έχουν δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας
με το τέκνο.
Μάλιστα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του
ίδιου άρθρου, πλην εξαιρέσεων, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παρεμποδίζει την
άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τους ανιόντες οποιουδήποτε βαθμού, γεγονός
που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της ρύθμισης και ταυτόχρονα το απαραβίαστο
αυτής.
Οποιαδήποτε δε παραβίαση και αναιτιολόγητη
παρεμπόδιση άσκησης του δικαιώματος αυτού από τους παππούδες, μπορεί να
αντιμετωπιστεί με την παρέμβαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου (παράγραφος 3 του
άρθρου 17Α), το οποίο έχει την υποχρέωση να προβεί στη ρύθμιση του δικαιώματος
και παράλληλα στην προστασία του από οποιαδήποτε πράξη καταστρατήγησης
(Νεόφυτου Ξάνθου, κ.α. και Μαρίας Ξιναρή, Αρ. Αίτησης 390/2007, 15/07/2010).
Άλλωστε, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου
15 του Συντάγματος, το δικαίωμα στην επικοινωνία των απώτερων ανιόντων με τα
ανήλικα τέκνα, ως πτυχή του ευρύτερου δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή,
τυγχάνει αυξημένης συνταγματικής προστασίας και δεν επιτρέπεται καμία επέμβαση
σε αυτό, με εξαίρεση στις περιπτώσεις που αυτή κρίνεται αναγκαία.
Ειρήσθω εν παρόδω αναφέρεται, ότι η
συγκεκριμένη συνταγματική πρόβλεψη αντλεί το περιεχόμενο της από το άρθρο 8 της
ΕΣΔΑ (ως κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο Ν.39/1962), με το
οποίο προστατεύεται υπερεθενικά το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής.
Βάσει αυτού “2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη
ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του
νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι
αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν
ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών
παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων
και ελευθεριών άλλων”.
Από την άλλη, κατά αναλογική εφαρμογή της
παραγράφου 3 του άρθρου 9 της Διεθνούς Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ως
κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο Ν.243/1990) για τους απώτερους
ανιόντες των ανήλικων τέκνων “Τα Συµβαλλόµενα Κράτη οφείλουν να σέβονται το
δικαίωµα του παιδιού που ζει χωριστά από τους δύο γονείς του ή από τον έναν από
αυτούς να διατηρεί προσωπικές σχέσεις και να έχει άµεση επαφή µε τους δύο
γονείς του, τακτικά, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο µε το υπέρτατο συµφέρον του
παιδιού” (και πάλι σχ. Νεόφυτου Ξάνθου, κ.α. και Μαρίας Ξιναρή, Αρ. Αίτησης
390/2007, 15/07/2010)
Πως μπορεί, λοιπόν, να επιτευχθεί η ρύθμιση
της άσκησης ενός τέτοιου δικαιώματος από το Δικαστήριο, διασφαλίζοντας αφενός
την προστασία της υγείας του ανήλικου τέκνου εν μέσω πανδημίας, λειτουργώντας
αφετέρου προς την προάσπιση του γενικού του συμφέροντος;
Η απάντηση φαίνεται να αντλείται από τις
σύγχρονες μεθόδους επικοινωνίας (ως αυτές έχουν προκύψει μέχρι σήμερα) και την
εξ αποστάσεως εξασφάλιση των διαπροσωπικών οικογενειακών σχέσεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η
πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης (ΜΠρΚοζάνης 204/2020) στο
πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων με σκοπό την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας
των παππούδων με την ανήλικη εγγονή.
Το Δικαστήριο, προσαρμοζόμενο στις ανάγκες
της περιόδου που διανύουμε και λειτουργώντας προς το συμφέρον της δικαιοσύνης,
σκεπτόμενο υπό το φως των ρυθμίσεων της ισχύουσας Ελληνικής Νομοθεσίας, προέβη
στην προσωρινή εξασφάλιση της επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με το ανήλικο
τέκνο.
Συγκεκριμένα, ως φαίνεται από το
περιεχόμενο του Διατακτικού της απόφασης, η επικοινωνία των παππούδων με την
ανήλικη εγγονή τους ρυθμίστηκε να ασκείται προσωρινά τόσο διά ζώσης, όσο και εξ
αποστάσεως, με την τελευταία δυνατότητα να αναλύεται σε επικοινωνία διά του
τηλεφώνου ή της χρήσης των σύγχρονων μεθόδων τεχνολογίας (Skype, Viber ή
οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής εφαρμογής).
Παράλληλα, το Δικαστήριο δεν παρέβλεψε την
κρίσιμη κατάσταση της εποχής και την προσπάθεια καταστολής της νέας ασθένειας,
δίδοντας τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως και μόνο επικοινωνίας των παππούδων με
την ανήλικη εγγονή τους κατά τη διάρκεια ισχύος των κατεπείγοντων μέτρων. Η εν
λόγω ρύθμιση, θα επαφίεται στην κρίση της μητέρας του ανήλικου τέκνου, η οποία
θα έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί την επικοινωνία διά της φυσικής παρουσίας για
όλη αυτή την περίοδο.
Με αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο μπόρεσε
να εφαρμόσει τις ρυθμίσεις της σχετικής Νομοθεσίας, να προστατέψει το
προσωποπαγές δικαίωμα των απώτερων ανιόντων και παράλληλα να διασφαλίσει το
υπέρτατο συμφέρον του ανήλικου τέκνου, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την παρούσα
κατάσταση της δημόσιας υγείας που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το ανήλικο.
Τούτων λεχθέντων, εύλογα μπορεί να οδηγηθεί
κανείς στο συμπέρασμα, ότι ανεξαρτήτως των συνθηκών που διανύουμε και των
διαφόρων κοινωνικών κρίσεων που αντιμετωπίζουν οι χώρες ανά περιόδους,
οποιοδήποτε σύστημα δικαιοσύνης μπορεί να λειτουργήσει στο ακέραιο,
εξασφαλίζοντας δικαιώματα όπως αυτό της επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με
τα ανήλικα τέκνα. Απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση, αποτελεί η ορθή ερμηνευτική
προσέγγιση των Νομοθετικών ρυθμίσεων στις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και η
επιτακτική εναρμόνιση αυτών στις σύγχρονες τεχνολογικές μεθόδους, η αξιοποίηση
των οποίων κρίνεται αναγκαία με σκοπό την προάσπιση και προαγωγή του
συμφέροντος της δικαιοσύνης!
Σχόλια