Η ζωή ως ζημία κατά το αστικό δίκαιο: Η απόρριψη αποζημιωτικής ευθύνης γιατρού επί αγωγής του γιου του ασθενούς για ζημιογόνο παράταση της ζωής του πατέρα του
του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
Στην πλειονότητά τους
οι αγωγές που στρέφονται κατά γιατρών επικαλούνται ιατρικά σφάλματα που είχαν
ως αποτέλεσμα το θάνατό των ασθενών ή σε άλλες περιπτώσεις την επιδείνωση της
κατάστασης της υγείας τους. Η αγωγή που ασκήθηκε πριν μερικά χρόνια κατά ενός
γιατρού στη Γερμανία καταλόγιζε σε αυτόν το ακριβώς αντίθετο: Ότι ο γιατρός
είχε ευθύνη που παρέτεινε τη ζωή του ασθενούς, ενώ θα έπρεπε να την είχε
διακόψει.
Το ιστορικό της
υπόθεσης
Ο ασθενής, γεννηθείς
το 1929, αντιμετώπιζε σύνδρομο άνοιας από το 1997 και ως το θάνατό του το 2011
ήταν υπό την επίβλεψη δικηγόρου, που περιελάμβανε τόσο την υγειονομική
περίθαλψη όσο και την προσωπική του φροντίδα. Από το 2006 ο ασθενής ζούσε σε
γηροκομείο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε νοσοκομείο το Σεπτέμβριο του
2006, αρρώστησε λόγω υποσιτισμού και με τη συγκατάθεση του δικηγόρου , του
τοποθετήθηκε καθετήρας , μέσω του οποίου διατρεφόταν τεχνητά μέχρι το θάνατό
του.
Ο εναγόμενος, γενικός
ιατρός, ξεκίνησε να φροντίζει τον ασθενή από την άνοιξη του 2007 κι ενώ η
κατάσταση της υγείας του ολοένα επιδεινωνόταν καθώς το 2008 έχασε τη δυνατότητα
επικοινωνίας. Από το 2010 δυσκολευόταν να αναπνεύσει επιβαρυμένος επιπλέον από
διάφορες ασθένειες, όπως πίεση και πνευμονία.
Σημειώνεται ότι ο
ασθενής δεν είχε συντάξει κάποια διαθήκη ούτε είχε εκφράσει τη βούλησή του
σχετικά με το αν επιθυμούσε να παραμείνει εν ζωή με τη χρήση υποστηρικτικών
μέσων.
Το πρόσωπο που άσκησε
την αγωγή κατά του γιατρού ήταν ο γιος του ασθενούς, ο
οποίος ισχυρίστηκε ότι η σίτιση με ορό δεν ήταν ενδεδειγμένη ιατρικά
από τις αρχές του 2010 και μετά, και δεν αποτελούσε προϊόν επιβεβαιωμένης
βούλησης του ασθενούς αλλά και ότι δεν έγινε σχετική ενημέρωση του επιβλέποντος
δικηγόρου. Αντίθετα, υποστήριξε ο ενάγων, η τροφοδοσία του πατέρα του με τον
ορό οδήγησε σε παράλογη παράταση της πάθησης του χωρίς προοπτική βελτίωσης της
κατάστασης της υγείας του.
Επομένως κατά τους
ισχυρισμούς του ενάγοντος, ο εναγόμενος ιατρός ήταν υποχρεωμένος να αλλάξει τον
θεραπευτικό στόχο για να επιτρέψει στον ασθενή να πεθάνει υπό ανακουφιστική
ιατρική φροντίδα μέσω του τερματισμού της τροφοδοσίας με το ορό. Υποστήριξε
μάλιστα ότι συνεχίζοντας την τροφοδοσία με τον ορό και συνεχίζοντας τον πόνο
και την ταλαιπωρία, το σώμα και τα δικαίωμα επί της προσωπικότητας του ασθενούς
είχαν παραβιαστεί.
Ως εκ τούτου, ο ενάγων
ζήτησε αποζημίωση για ηθική βλάβη και επιπλέον τα έξοδα θεραπείας και φροντίδας
που πραγματοποιήθηκαν κατά την εν λόγω περίοδο, ύψους 52.952 ευρώ, τα οποία δεν
θα είχαν γίνει χωρίς τη θεραπεία που ακολούθησε ο εναγόμενος ιατρός, καθώς στη
περίπτωση αυτή, ο ασθενής δεν θα είχε ζήσει.
Το πρωτόδικο
δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή, ωστόσο το εφετείο επιδίκασε αποζημίωση για
την ηθική βλάβη ύψους 40.000 ευρώ αλλά επιβεβαίωσε την πρωτόδικη απόρριψη της
αξίωσης για τη χρηματική ζημία. Το σημαντικό στην εφετειακή κρίση ήταν ότι η
παράταση της ζωής υπό τις πολύ δύσκολες αυτές συνθήκες μπορούσε να αποτελέσει
αντικείμενο ζημίας υπό την έννοια του αστικού δικαίου.
Η απόφαση του BGH
ημερ.2.4.2019
Το Oμοσπονδιακό
Δικαστήριο της Γερμανίας απέρριψε ωστόσο τις αξιώσεις του ενάγοντος κατά του
γιατρού. Από το σκεπτικό της απόφασης έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στη
διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υφίστανται οι
προϋποθέσεις για την επιδίκαση αποζημίωσης, καθώς σύμφωνα με το αποζημιωτικό
δίκαιο, για την διαπίστωση της ζημίας πρέπει να γίνει η σύγκριση της
πραγματικής κατάστασης με την κατάσταση κατά την οποία θα υπήρχε αν δεν είχε
λάβει χώρα το ζημιογόνο γεγονός.
Εν προκειμένω η
κατάσταση της συνέχισης της ζωής υπό τις συγκεκριμένες δυσκολίες με την τεχνητή
διατροφή έρχεται σε αντίθεση με την κατάσταση που θα υπήρχε εάν η τεχνητή
διατροφή είχε διακοπεί, δηλαδή το θάνατο. Δεν υπήρχε στην πραγματικότητα
επιλογή να συνεχίσει να ζει ο ασθενής χωρίς ή με λιγότερη ταλαιπωρία.
«Η ανθρώπινη ζωή είναι
ένα πολύ υψηλής αξίας αγαθό και τυγχάνει απολύτου προστασίας», αναφέρει
χαρακτηριστικά το Δικαστήριο και συνεχίζει «κανένας τρίτος δεν έχει το δικαίωμα
να κρίνει την αξία του. Επομένως, απαγορεύεται να θεωρούμε τη ζωή – ακόμα και
την επιβίωση που υφίσταται ταλαιπωρία - ως ζημία».
Επομένως, σύμφωνα με
το Δικαστήριο της Καρλσρούης, από την συνέχιση της ζωής ενός ασθενούς με
υποστηρικτικά μέσα, δεν δύναται να προκύψει ευθύνη για αποζημίωση για πόνο και
ταλαιπωρία.
Το Δικαστήριο
επισημαίνει ότι παρότι το Σύνταγμα της Γερμανίας απαγορεύει να αντιμετωπισθεί η
ανθρώπινη ύπαρξη ως «ζημία» υπό την έννοια του αστικού δικαίου, δεν αποκλείεται
ωστόσο η οικονομική επιβάρυνση που συνδέεται με την ανθρώπινη ύπαρξη, υπό
συγκεκριμένες συνθήκες, να θεωρηθεί ως υλική ζημία.
Ένα τέτοιο παράδειγμα
, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, είναι η περίπτωση της οικονομικής
επιβάρυνσης των γονέων που προκαλείται από την γέννηση ενός παιδιού με αναπηρία
λόγω ιατρικού προγεννητικού σφάλματος. Στην περίπτωση αυτή το κόστος διατροφής
του παιδιού μπορεί να συνιστά ζημία που υπόκειται σε αποζημίωση.
Όμως στη συγκεκριμένη
περίπτωση του ηλικιωμένου ασθενούς, το Δικαστήριο θεώρησε ότι σκοπός
της υποχρέωσης ενημέρωσης σχετικά με τα υποστηρικτικά μέσα για τη συνέχιση της
ζωής δεν ήταν να αποφευχθούν τα συγκεκριμένα οικονομικά βάρη που αναλήφθηκαν
από τον γιο του ασθενούς και για το λόγο αυτό το Δικαστήριο απέρριψε και την
αξίωση για τα ιατρικά και φαρμακευτικά έξοδα (υλική ζημία).
Η απόφαση του BGH ,
εκφράζοντας με απόλυτο τρόπο την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ακόμα κι αυτής
που έχει καταστεί βασανιστική και γίνεται με ιατρική υποβοήθηση, ως υπέρτατο
αγαθό, προκάλεσε έντονες συζητήσεις και κριτική στο νομικό κόσμο της Γερμανίας.
Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν ότι δεν υπήρχε έκφραση σαφούς
και ρητής βούλησης του ασθενούς για το αν επιθυμούσε να συνεχισθεί η ζωή του
υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και αυτό γιατί ο ασθενής δεν ήταν πλέον σε θέση
να δώσει ή όχι τη συναίνεσή του για την επίσπευση του τέλους του. Σε άλλη
περίπτωση θα ήταν σίγουρα διαφορετική η κρίση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης.
Όπως προκύπτει ωστόσο
από το ιστορικό της συγκεκριμένης περίπτωσης δεν υπήρχαν στο παρελθόν
αντίστοιχες εκφρασμένες επιθυμίες ή αντιλήψεις του ασθενούς για μια τέτοια
κατάσταση, ούτε ο επιβλέπων δικηγόρος στον οποίο είχε ανατεθεί η φροντίδα του,
γνωστοποίησε οποιαδήποτε πληροφορία από την οποία θα μπορούσε με ασφάλεια να
συναχθεί ότι ο ασθενής θα συναινούσε στην μη συνέχιση της ζωής του. Αλλά ούτε
και ο ενάγων γιος του ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του είχε εκφράσει τέτοια
βούληση στο παρελθόν.
Πέραν αυτού, το
χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της
υγείας του ασθενούς μέχρι το θάνατό του (δηλ. από τις αρχές του 2010
μέχρι τον Οκτώβριο του 2011) δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογα παρατεταμένο σε
σχέση με τη λήψη και εφαρμογή των υποστηρικτικών μέσων που αποφασίστηκαν από
τον γιατρό που τον παρακολουθούσε. Πιθανή επομένως κατάφαση αποζημιωτικής
ευθύνης του ιατρού υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις θα οδηγούσε ενδεχομένως σε
άδικο αποτέλεσμα.
* ο Γιώργος Καζολέας είναι δικηγόρος σε Σ.Διονυσίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Σχόλια