Ιστορικό της υπόθεσης
Ο UH, Ιρλανδός υπήκοος που έχει ως μητρική του γλώσσα την
ιρλανδική και κατάγεται από την Gaeltacht του Galway (περιφέρεια του Galway,
Ιρλανδία), διαπίστωσε ότι οι πληροφορίες που συνοδεύουν τα κτηνιατρικά φάρμακα
αναγράφονταν αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Θεωρεί όμως ότι η οδηγία 2001/82[2] επιβάλλει να αναγράφονται οι
πληροφορίες αυτές και στις δύο επίσημες γλώσσες της Ιρλανδίας, δηλαδή στα
ιρλανδικά και στα αγγλικά. Στις 14 Νοεμβρίου 2016, ο UH ζήτησε από το
Ard-Chúirt (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) να διαπιστώσει τη μη προσήκουσα
μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο και τη συνακόλουθη υποχρέωση
της Ιρλανδίας να τροποποιήσει την εθνική της νομοθεσία.
Το Ard-Chúirt διαπίστωσε ότι η εθνική νομοθεσία δεν ήταν
σύμφωνη, όσον αφορά την επισήμανση και το φύλλο οδηγιών των κτηνιατρικών
φαρμάκων, προς τις γλωσσικές απαιτήσεις που έθετε η οδηγία και, συνεπώς,
συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 288 ΣΛΕΕ[3] . Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο
παρατήρησε ότι ο κανονισμός 2019/6[4] , του οποίου η έναρξη εφαρμογής προβλέπεται
για τις 28 Ιανουαρίου 2022, ορίζει ότι οι πληροφορίες που πρέπει να
αναγράφονται στις εξωτερικές συσκευασίες, στις εσωτερικές συσκευασίες και στο
φύλλο οδηγιών των κτηνιατρικών φαρμάκων μπορούν να συντάσσονται στην ιρλανδική
ή στην αγγλική γλώσσα. Το δικαστήριο αυτό εκτίμησε, επομένως, ότι ο προσφεύγων
θα αντλήσει περιορισμένο και προσωρινό μόνον όφελος από την τροποποίηση της
ιρλανδικής νομοθεσίας για τη συμμόρφωσή της με την οδηγία, ενώ οι προμηθευτές
και οι διανομείς κτηνιατρικών φαρμάκων θα αντιμετωπίσουν δυσχέρειες που θα
μπορούσαν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ζώων καθώς και στην
οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ιρλανδία.
Επιληφθέν της υποθέσεως κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος του
Ard-Chúirt, το Δικαστήριο κρίνει ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 288 ΣΛΕΕ,
εθνικό δικαστήριο το οποίο διαπιστώνει, στο πλαίσιο διαδικασίας προβλεπόμενης
για τον σκοπό αυτόν από το εθνικό δίκαιο, ότι το κράτος μέλος στο οποίο
υπάγεται δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να μεταφέρει προσηκόντως στο εσωτερικό
δίκαιο την οδηγία 2001/82, δεν επιτρέπεται να μην εκδώσει απόφαση με την οποία
να αναγνωρίζεται ότι το κράτος μέλος μετέφερε πλημμελώς την οδηγία στο
εσωτερικό δίκαιο και ότι υποχρεούται να θεραπεύσει την πλημμέλεια αυτή, επειδή,
κατά την κρίση του εθνικού δικαστηρίου, η εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη προς
τον κανονισμό 2019/6, ο οποίος κατήργησε την οδηγία και θα αρχίσει να
εφαρμόζεται από τις 28 Ιανουαρίου 2022.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών
προς επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει μια οδηγία και το καθήκον τους να
λάβουν όλα τα σχετικά γενικά ή ειδικά μέτρα δεσμεύουν όλες τις αρχές των κρατών
μελών, περιλαμβανομένων και των δικαιοδοτικών αρχών, εντός των ορίων των
αρμοδιοτήτων τους[5] . Εξάλλου, το Δικαστήριο διαπιστώνει
ότι, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, οι μεν ιδιώτες δύνανται να ζητήσουν να
αναγνωριστεί δικαστικώς ότι η Ιρλανδία δεν έχει μεταφέρει προσηκόντως στο
εσωτερικό δίκαιο οδηγία της Ένωσης και ότι υποχρεούται να προβεί στη μεταφορά
αυτή, τα δε εθνικά δικαστήρια δύνανται να αρνηθούν την έκδοση τέτοιας
αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης για τους λόγους που προβλέπει το ιρλανδικό
δίκαιο. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε τη μη προσήκουσα
μεταφορά της οδηγίας 2001/82 στο εσωτερικό δίκαιο.
Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι το γεγονός ότι η
ιρλανδική νομοθεσία θα είναι στο μέλλον συμβατή με τον κανονισμό 2019/6, ο
οποίος θα εφαρμοστεί από τις 28 Ιανουαρίου 2022, δεν αναιρεί τη διαπίστωση περί
ασυμβατότητας της εν λόγω νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης μέχρι την
ημερομηνία αυτή ούτε, κατά μείζονα λόγο, μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια
ασυμβατότητα. Πράγματι, μέχρι την κατάργηση της οδηγίας 2001/82 από τον
κανονισμό, οι διατάξεις της διατηρούν τον δεσμευτικό χαρακτήρα τους. Μόνον το
Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση και για επιτακτικούς λόγους ασφάλειας δικαίου,
να αναστείλει προσωρινά το αποτέλεσμα κανόνα του δικαίου της Ένωσης έναντι του
αντίθετου προς τον κανόνα αυτόν εθνικού δικαίου.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 288 ΣΛΕΕ
δεν επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο να μη λάβει υπόψη την υποχρέωση που υπέχει
το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται να μεταφέρει οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο με
την αιτιολογία ότι η εν λόγω μεταφορά θα ήταν δυσανάλογη, καθόσον ενδέχεται να
αποδειχθεί δαπανηρή ή άσκοπη λόγω της επικείμενης κατάργησης της οδηγίας.
Εναπόκειται επομένως στο αιτούν δικαστήριο να λάβει όλα τα γενικά ή ειδικά
μέτρα που είναι κατάλληλα προς επίτευξη του αποτελέσματος που επιδιώκει η
οδηγία και, συνεπακόλουθα, να προβεί στη ζητηθείσα δικαστική αναγνώριση. (curia.europa.eu)
[1] UH κατά An tAire Talmhaíochta
Bia agus Mara, Éire agus An tArd-Aighne
[2] Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού
κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ 2001, L 311, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε
με την οδηγία 2004/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της
31ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ 2004, L 136, σ. 58). Η οδηγία 2001/82 προβλέπει, μεταξύ
άλλων, ότι οι εξωτερικές συσκευασίες ή τα δοχεία των κτηνιατρικών φαρμάκων
πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικές ενδείξεις σχετικά με τα φάρμακα, π.χ., την
ονομασία, τη δόση, τη μορφή, τη σύνθεση, τον αριθμό της παρτίδας παρασκευής,
τον αριθμό άδειας κυκλοφορίας, τα είδη ζώων για τα οποία προορίζεται και τη
δοσολογία. Το άρθρο 58, παράγραφος 4, της οδηγίας προβλέπει ότι τα στοιχεία
αυτά πρέπει να αναγράφονται «στην ή στις γλώσσες της χώρας που κυκλοφορεί».
[3] Το άρθρο 288, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ
προβλέπει ότι «η οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον
αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των
μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών».
[4] Κανονισμός (ΕE) 2019/6 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τα κτηνιατρικά
φάρμακα και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/82/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 4, σ. 43). Το
άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι οι υποχρεωτικές
ενδείξεις αναγράφονται στην «επίσημη γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους στην
αγορά του οποίου διατίθεται το κτηνιατρικό φάρμακο».
[5] Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4,
παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι «τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε
γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν
από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης».
Σχόλια