του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Το δικαίωμα ενημέρωσης για πιθανές παρενέργειες φαρμάκου ή
εμβολίου αποτελεί πτυχή του δικαιώματος στην προστασία της υγείας που
κατοχυρώνεται στο άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Σύμφωνα με
αυτό, «κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση σε θέματα υγείας και να
απολαύει ιατρικής περίθαλψης, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις
εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των
πολιτικών και δράσεων της Ένωσης εξασφαλίζεται υψηλού επιπέδου προστασία της
υγείας του ανθρώπου».
Επίσης, σύμφωνα με το Ψήφισμα 1946 (2013) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Συνέλευση καλεί τα κράτη μέλη του Συμβουλίου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσουν της προσβασιμότητα πληροφοριών σχετικά με το σύστημα υγείας, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων εμβολιασμού και διαλογής, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις ειδικές ανάγκες των διαφόρων ευάλωτων ομάδων[1].
Περαιτέρω, σύμφωνα με την Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικα για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, η εντεινόμενη χρήση ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνίας για τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με τις παρενέργειες φαρμάκων που κυκλοφορούν στην αγορά της Κοινότητας αποβλέπει στο να επιτρέψει στις αρμόδιες αρχές να εξασφαλίζουν ότι υπάρχει ταυτόχρονη κοινολόγηση αυτών των πληροφοριών[2].
Όπως προβλέπει το άρθρο 101 της παραπάνω Οδηγίας, τα κράτη
μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι γιατροί
και οι άλλοι επαγγελματίες του τομέα της υγείας να γνωστοποιούν τις
πιθανολογούμενες παρενέργειες στις αρμόδιες αρχές.
Περαιτέρω, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν ειδικές υποχρεώσεις στους ιατρούς και άλλους απασχολούμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, όσον αφορά στη γνωστοποίηση ύποπτων σοβαρών ή απροσδόκητων παρενεργειών, ιδίως όταν η γνωστοποίηση αυτή αποτελεί όρο της άδειας κυκλοφορίας.
Επίσης, η καθιέρωση του λεγόμενου «συστήματος φαρμακοεπαγρύπνησης» έχει σκοπό τη συλλογή πληροφοριών που είναι χρήσιμες για την εποπτεία των φαρμάκων, και ιδίως σχετικά με τις παρενέργειες των φαρμάκων στον άνθρωπο καθώς και την επιστημονική αξιολόγηση των πληροφοριών αυτών[3]. Στην έννοια των φαρμάκων υπάγονται φυσικά και τα εμβόλια.
Το δικαίωμα πληροφόρησης που συνίσταται ειδικότερα στο
δικαίωμα πρόσβασης του ασθενούς σε κάθε είδος πληροφορίας σχετικά με την
κατάσταση της υγείας του, τις υπηρεσίας υγείας και τον τρόπο χρήσης τους καθώς
επίσης και σε κάθε διαθέσιμη επιστημονική έρευνα και τεχνολογική καινοτομία,
αποτελεί ένα από τα 14 δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Χάρτας Δικαιωμάτων των
Ασθενών, που αποτελεί ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η υποχρέωση πληροφόρησης για τις ενδεχόμενες παρενέργειες
του εμβολιασμού συνιστά επίσης έκφανση της γενικότερης υποχρέωσης ενημέρωσης
του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του και συναίνεσης του για τη
διενέργεια ιατρικών πράξεων.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) υπογράμμισε σε σχετική νομολογία του τη σημασία της πρόσβασης σε πληροφορίες σχετικά με κινδύνους της υγείας. Όπως έχει κριθεί από το ΕΔΔΑ, τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να υιοθετούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι γιατροί λαμβάνουν υπόψη τις προβλεπόμενες συνέπειες μιας ιατρικής διαδικασίας και ότι θα ενημερώσουν τους ασθενείς τους εκ των προτέρων για ενδεχόμενες παρενέργειες. Η μη δέουσα ενημέρωση του ασθενούς συνιστά παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής)[4] .
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κάθε πολίτης που εμβολιάζεται για την προστασία από τον Covid-19, έχει δικαίωμα να γνωρίζει κάθε πιθανή παρενέργεια του εμβολίου ιδίως σε συνάρτηση με το ατομικό του ιατρικό ιστορικό.
Οι συνθήκες μαζικού εμβολιασμού που επικρατούν εν μέσω της
πανδημίας του κορωνοϊού και η βιασύνη που επιδεικνύουν τόσο η πολιτεία όσο και
οι υγειονομικές αρχές ώστε να εμβολιαστεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα μεγάλο
μέρος του πληθυσμού, αντενδείκνυνται για την τήρηση της υποχρέωσης δέουσας
ενημέρωσης σχετικά με πιθανές παρενέργειες των διαθέσιμων εμβολίων.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη διακοπή εμβολιασμού σε πολλές χώρες της ΕΕ εμβολίου εταιρείας που εγκρίθηκε κατ’ αρχήν από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές. Όπως έγινε γνωστό, σε ορισμένα άτομα που έλαβαν το συγκεκριμένο εμβόλιο παρουσιάστηκαν περιστατικά θρόμβωσης του αίματος . Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων αφού ενημέρωσε ότι οι ειδικοί θα εξετάσουν όλα τα διαθέσιμα δεδομένα και τις κλινικές περιστάσεις που αφορούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για να προσδιορίσουν εάν το εμβόλιο μπορεί να συνέβαλε στην συγκεκριμένη παρενέργεια, τελικά αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει σύνδεση του εμβολίου με τις θρομβώσεις. Ωστόσο το γεγονός αυτό φανερώνει την έλλειψη αισθήματος ασφάλειας και αξιοπιστίας του νέου αυτού τύπου εμβολίων και κυρίως την ελλιπή ενημέρωση σε σχέση με τυχόν παρενέργειες τους.
Αν υποθετικά κρινόταν ότι το εμβόλιο πιθανόν να έχει μια τέτοια παρενέργεια και να προκαλεί αιτιωδώς συγκεκριμένη βλάβη της υγείας, τίθεται μεταξύ άλλων και το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει κρατική ευθύνη έναντι όσων εμβολιάστηκαν με το εν λόγω εμβόλιο λόγω ελλιπούς ενημέρωσης σχετικά με πιθανές παρενέργειες αλλά και λόγω του ότι το κράτος δεν παρείχε στους πολίτες ένα ασφαλές και απόλυτα ελεγμένο προϊόν.
Σε κάθε περίπτωση, ο πρωτοεμφανιζόμενος τύπος των εμβολίων covid-19 που δεν έχει δοκιμασθεί επί ικανό χρονικό διάστημα, σε συνάρτηση με την πιεστική ανάγκη άμεσου και μαζικού εμβολιασμού που άνευ ετέρου δημιουργούν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της πανδημίας, αποτελούν ένα συνδυασμό περιστάσεων που απομακρύνει από την ορθή και υπεύθυνη άσκηση του δικαιώματος πληροφόρησης για πιθανές παρενέργειες και πρακτικά αναιρεί την πρόσβαση του πολίτη στα θεμελιώδη αυτά θέματα υγείας.
[1] Άρθρο 6 του
Ψηφίσματος 1946 (2013) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του
Συμβουλίου της Ευρώπης για την ίση πρόσβαση στην υγειονομική
περίθαλψη.
[2] Προοίμιο αρ.56
[3] Άρθρο 102 της
Οδηγίας 2001/83/ΕΚ
[4] Ενδεικτικά βλ.
Trocellier κατά Γαλλίας, Codarcea κατά Ρουμανίας, Dodov κατά
Βουλγαρίας
Σχόλια