Μια απόπειρα συσχέτισης λοιπών μέσων προστασίας, με την ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της ΑΑΠ, στο Κυπριακό Δίκαιο

του Ηρακλή Ε.Μηλάκη, Δικηγόρου ΜΔΕ

Η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κατά το Ν. 104 (Ι)/2010, αποτελεί σημαντική δυνατότητα έννομης προστασίας, χωρίς απεύθυνση στο Δικαστήριο, των εμπλεκόμενων οικονομικών φορέων, που θεωρούν ότι υφίστανται βλάβη στα συμφέροντα τους, κατά τη διαδικασία σύναψης, δημοσίων συμβάσεων (προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης). Αναφέρεται στο στάδιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ωστόσο οριοθετεί, ενδεικτικώς, τη φύση, το αντικείμενο και τη λειτουργία της, έναντι λοιπών συναφών μέσων, στη κυπριακή έννομη τάξη, ως κάτωθι:

α) Η προσφυγή του αρ. 146 του Κυπριακού Συντάγματος, στο Διοικητικό Δικαστήριο

Η προσφυγή του άρθρου 146 του Συντάγματος ασκείται ή υποβάλλεται: 1) κατά πάσης αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οποιουδήποτε εκτελεστικού ή διοικητικού οργάνου, αρχής ή προσώπου που ασκούν τέτοια εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, στη Δημοκρατία, με λόγους που αφορούν την παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος ή της νομοθεσίας ή την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας από το παραπάνω όργανο, ή Αρχή ή πρόσωπο,  2) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό[i] και 3) από κάθε πρόσωπο το οποίο λόγω της παραπάνω εκτελεστικής ή διοικητικής πράξης ή απόφασης ή παράλειψης, έχει  ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον,  ατομικώς ή ως μέλος κοινότητας[ii].

Το Διοικητικό Δικαστήριο, εξετάζοντας την υπόθεση, σε πρώτο βαθμό, κατόπιν άσκησης της ανωτέρω προσφυγής, έχει εξουσίες: α) Να επικυρώσει την απόφαση ή πράξη ή παράλειψη, εν’ όλω ή εν μέρει, ή β) Να ακυρώσει την ως άνω απόφαση ή πράξη ή παράλειψη, εν’ όλω ή εν μέρει, (σε περίπτωση παράλειψης να αναγνωρίσει ότι καθετί που παραλήφθηκε έπρεπε να εκτελεστεί), άλλως 3) Να τροποποιήσει την απόφαση ή την πράξη, εν’ όλω ή εν μέρει, σε περίπτωση που η πράξη είναι φορολογική ή αφορά διεθνή προστασία κατά την Ε.Ε[iii] .

Από την άλλη, η ιεραρχική προσφυγή του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104 (Ι)/2010, υποβάλλεται: 1) κατά πράξης ή απόφασης αναθετουσών αρχών ή αναθέτοντων φορέων, που προηγείται της σύναψης δημόσιας σύμβασης, με λόγους που αφορούν την παραβίαση, βέβαιη ή εικαζόμενη, οποιασδήποτε διάταξης του ισχύοντος ενωσιακού ή εθνικού εφαρμοστικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, 2) ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών που αποτελεί ανεξάρτητη αρχή[iv] και 3) από κάθε ενδιαφερόμενο που έχει ή είχε έννομο συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και ο οποίος υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία. Κατά δε το άρθρο 25 παράγραφος 2, του Νόμου 104 (Ι)/2010, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με βάση τα υποβληθέντα σε αυτήν στοιχεία, δύναται (α) να επικυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα ή (β) να ακυρώσει την πράξη ή απόφαση της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα, αν αυτή παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη του ισχύοντος δικαίου ·και (γ) να ακυρώσει ή να διατάξει την τροποποίηση, οποιουδήποτε όρου, που περιέχεται στην προκήρυξη ή στα έγγραφα του διαγωνισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, σχετικό με την διαδικασία του διαγωνισμού και αναφέρεται σε τεχνικές, οικονομικές και χρηματοοικονομικές προδιαγραφές, πριν την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών, λόγω παραβιάσεως οποιασδήποτε διάταξης του ισχύοντος δικαίου.

Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή του άρθρου 19, παράγραφος 1 Νόμου 104(Ι)/2010, δεν φαίνεται, (τουλάχιστον ρητώς), να στρέφεται κατά παράλειψης αναθέτουσας αρχής ή αναθέτοντος φορέα, σε αντίθεση με την προσφυγή του άρθρου 146 Σ, που προβλέπεται σαφώς, από τη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, να μπορεί να στραφεί και κατά παράλειψης εκτελεστικού ή διοικητικού οργάνου της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, η προσφυγή του άρθρου 19, παράγραφος 1, Νόμου 104(Ι)/2010 προνοείται να στρέφεται κατά πράξεων ή αποφάσεων που προηγούνται της σύναψης της δημόσιας σύμβασης, ήτοι κατά πράξεων ή αποφάσεων, που λαμβάνουν χώρα κατά το προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, ενώ η προσφυγή του άρθρου 146 Σ προβλέπεται να μπορεί να στραφεί, εν γένει, κατά πάσης φύσεως εκτελεστικών ή διοικητικών πράξεων ή αποφάσεων ή παραλείψεων διοικητικών οργάνων, έχουσα έτσι ευρύτερο αντικείμενο προσβολής. Ακόμη, η ιεραρχική προσφυγή του άρθρου 19, παράγραφος 1, Νόμου 104(Ι)/2010 δύναται να περιέχει λόγους που αφορούν την παραβίαση οποιασδήποτε διάταξης του ισχύοντος ενωσιακού ή εθνικού εφαρμοστικού δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, ενώ η προσφυγή του αρ. 146 Σ, λόγους που αφορούν την παραβίαση διατάξεων του Συντάγματος ή της νομοθεσίας ή την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας από το παραπάνω εκτελεστικό ή διοικητικό όργανο ή αρχή ή  πρόσωπο, ώστε διαφορά υφίσταται και στους προβαλλόμενους λόγους των δύο προσφυγών. Εξάλλου, η ιεραρχική προσφυγή του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010 αποτελεί διοικητική προσφυγή ενώπιον ανεξάρτητου διοικητικού οργάνου (ήτοι της ΑΑΠ), ενώ η προσφυγή του αρ. 146 Σ, δικαστική προσφυγή ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου (ήτοι του Διοικητικού Δικαστηρίου σε πρώτο βαθμό και του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε δεύτερο). Τέλος, με τη προσφυγή του αρ. 146 Σ, δύναται να τροποποιείται η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, αν είναι φορολογική ή σχετίζεται με διεθνή προστασία της ΕΕ, ενώ με την ιεραρχική προσφυγή του Ν. 104(Ι)/2010, δύναται να διαταχθεί τροποποίηση όρου προδιαγραφών, υπό τις ειδικότερες εκεί προϋποθέσεις. Διαφοροποιείται δηλαδή το αντικείμενο, όσον αφορά την δυνατότητα τροποποίησης στις δύο εν λόγω περιπτώσεις.

Περαιτέρω, εξετάζοντας το έννομο συμφέρον, η ιεραρχική προσφυγή του Νόμου 104(Ι)/2010, απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να έχει ή να είχε έννομο συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και να υπέστη ή να ενδέχεται να υποστεί ζημία[v], ενώ η προσφυγή του άρθρου 146 Σ απαιτεί το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να έχει  ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον, ατομικώς ή ως μέλος κοινότητας, για προσβολή της σχετικής εκτελεστικής ή διοικητικής πράξης, απόφασης ή παράλειψης[vi]. Διαφορά έγκειται, συνεπώς, στο ότι για την προσφυγή του αρ. 146 Σ απαιτείται «ίδιον, ενεστώς» έννομο συμφέρον και όχι «απλώς» έννομο συμφέρον.

Χαρακτηριστική είναι η απόφαση με αριθμό 41/2004 της  Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, που δέχθηκε ότι υπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση του εννόμου συμφέροντος του άρθρου 146 παράγραφος 2 Σ, από το έννομο συμφέρον για καταχώρηση ιεραρχικής προσφυγής, ενώπιον  της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, ως εξής:

«Το συμφέρον στο άρθρο 146 παρ. 2 Σ, πρέπει να είναι υπαρκτό (ενεστώς έννομο συμφέρον) κατά την άσκηση της προσφυγής, ενώ στο άρθρο 48 του Ν. 100(Ι)/2003, το συμφέρον είναι ευρύτερο, καθότι δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής έχει:  «Κάθε ενδιαφερόμενος ο οποίος έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση....» δηλαδή και αν ακόμη ο ενδιαφερόμενος προσφοροδότης, ενδεχομένως τώρα να μην έχει συμφέρον για κάποιο λόγο, να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση, αυτό δεν τον εμποδίζει να καταχωρήσει ιεραρχική προσφυγή, εάν είχε συμφέρον να του ανατεθεί».

Με αυτή την αιτιολογία απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση της αναθέτουσας αρχής περί απαραδέκτου της προσφυγής των αιτητών, ένεκα έλλειψης εννόμου συμφέροντος τους[vii], ώστε κρίθηκε ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον καταχώρησης της προσφυγής ενώπιον της Α.Α.Π., η δε ασκηθείσα προσφυγή τους ήταν παραδεκτή[viii].

Ωστόσο, αντίθετη γνώμη εκφράστηκε στην απόφαση με αριθμό 1134/2005 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσον αφορά το έννομο συμφέρον να προσφύγει κάποιος στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών βάση του άρθρου 56 του προϊσχύσαντος νόμου 101 του έτους 2003. Ειδικότερα, είχε γίνει δεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το έννομο συμφέρον ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ, ταυτιζόταν ουσιαστικά με το εννόμο συμφέρον του άρθρου 146 του Συντάγματος, ενώ επιπρόσθετη προϋπόθεση ήταν η ζημιά ή το ενδεχόμενο ζημιάς που προέκυπτε άμεσα από την προσβαλλόμενη πράξη. Χαρακτηριστικά είχε γίνει δεκτό στην εν λόγω απόφαση πως: «αναφορικά με τη θέση των αιτητών ότι το «συμφέρον» για να προσφύγει κάποιος στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, είναι ευρύτερο, από το έννομο συμφέρον για καταχώρηση προσφυγής, βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος, θεωρώ πως αυτή η θέση καταρρίπτεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 56 του νόμου. Η επιφύλαξη στο ίδιο το άρθρο της δυνατότητας ιεραρχικής προσφυγής, καθώς και προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, προς αναθεώρηση της απόφασης απόρριψης της προσφοράς του ή της ανάθεσης αυτής σε άλλο προσφοροδότη, συνεπάγεται την ομοιόμορφη ερμηνεία του «εννόμου συμφέροντος» του[ix]».

Επιπρόσθετα των ανωτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ της προσφυγής του άρθρου 19, παράγραφος 1 του Ν. 104(Ι)/2010 και της προσφυγής του άρθρου 146 Συντάγματος υφίσταται μία σχέση, η οποία δύναται να χαρακτηριστεί, είτε  «υποκατάστασης», εφόσον υπάρχει δυνατότητα για τον ενδιαφερόμενο να ασκήσει απ’ ευθείας προσφυγή του άρθρου 146 Σ, κατά της πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντος φορέα που προηγείται της σύναψης της σύμβασης, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, παρακάμπτοντας ουσιαστικά την άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της Α.Α.Π., είτε «ιεραρχίας», καθώς από τη στιγμή που θα ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή κατά της ζημιογόνου αποφάσεως ή πράξης του προσυμβατικού σταδίου, υπάρχει δυνατότητα μετέπειτα καταχώρισης προσφυγής του άρθρου 146 Σ, μονάχα κατά της απόφασης της Α.Α.Π. και όχι κατά της αρχικής πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής. Δηλαδή στην τελευταία αυτή περίπτωση θα πρέπει να ασκηθεί πρώτα ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Α.Α.Π. και μετέπειτα ως «ιεραρχικά» επακόλουθη, η προσφυγή του άρθρου 146 Σ. Σημειωτέον ότι γινόταν δεκτό ότι οι ισχυρισμοί που δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, στο πλαίσιο προσφυγής ενώπιον του Ανωτατου Δικαστηρίου[x]. 

β) Η αίτηση θεραπείας, άλλως υποβολή αναφοράς του αρ. 29 του Κυπριακού Συντάγματος

Η αίτηση θεραπείας του άρθρου 29 Σ αναφέρεται σε έγγραφη αίτηση ενέργειας ή υποβολή παραπόνων σε δημόσια αρχή, με αξίωση ταχείας ενέργειας και αιτιολογημένης απάντησης αυτής[xi], αμέσως ή το αργότερο, εντός 30 ημερών. Μέσω αυτής, επιδιώκεται το άτομο να τύχει σεβασμού από τις δημόσιες αρχές[xii], ενώ θεωρείται σημαντικό μέσο εξωδικαστικής προστασίας και ελέγχου της νομιμότητας της δράσης της διοίκησης.

Φορείς του δικαιώματος αναφοράς άλλως της αίτησης θεραπείας, κατά το άρθρο 29 Συντάγματος, μπορούν να είναι και αλλοδαποί, φυσικά πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί ή έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, αλλά και νομικά πρόσωπα ή περιστασιακές ομάδες προσώπων. Αποδέκτης της αίτησης θεραπείας-αναφοράς, μπορεί να είναι κάθε αρχή αρμόδια ή μη, όχι όμως η Βουλή των αντιπροσώπων, τα δικαστήρια, ο Γενικός Εισαγγελέας κ.ά.[xiii]. Η αίτηση θεραπείας - δικαίωμα αναφοράς δεν αναπτύσσει τριτενέργεια, δηλαδή εφαρμόζεται στη σχέση κράτους-πολίτη, όχι όμως και μεταξύ πολιτών στις σχέσεις τους.

Η άσκηση της δεν συνεπάγεται οικονομικό κόστος, δεν προϋποθέτει νομικές γνώσεις, ούτε απαιτεί, κατά κανόνα, τη συνδρομή δικηγόρου.

Τα δε άρθρα 33 έως 37 του Νόμου 158 (Ι)/1999 αναφέρονται αναλυτικότερα στη συγκεκριμένη αίτηση θεραπείας. Ιδίως, το άρθρο 34 του συγκεκριμένου Νόμου προβλέπει ότι η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος, εξακολουθεί να υφίσταται, έστω και αν για το ίδιο θέμα έχει ασκηθεί προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (και ήδη Διοικητικό Δικαστήριο), σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο 33, παράγραφος 1, περίπτωση β του ως άνω Νόμου, που προβλέπει ότι το δικαίωμα αναφοράς καλύπτει την υποβολή παραπόνου ή αιτήματος για να προβεί η Διοίκηση σε διοικητική ενέργεια ή για να την ανακαλέσει ή για να τροποποιήσει πράξη που έχει ήδη εκδοθεί ή για να αποτραπεί ή επανορθωθεί ηθική ή υλική βλάβη.

Έτσι το δικαίωμα αναφοράς διακρίνεται: 1) σε δικαίωμα παραπόνου και 2) σε δικαίωμα υποβολής αίτησης[xiv], επιβάλλοντας τρείς κατευθύνσεις προς τη Διοίκηση: α) να εξετάζει ταχέως την αίτηση, β) να αποφασίζει ταχέως για αυτήν και γ) να κοινοποιεί την απόφασή της, δεόντως αιτιολογημένη, το αργότερο εντός 30 ημερών[xv], προς διασφάλιση της χρηστής διοίκησης. Η νομική φύση της υπό κρίση αίτησης θεραπείας, χαρακτηρίζεται διαδικαστική και όχι ουσιαστική, δηλαδή αποτελεί δικαίωμα για προστασία άλλου δικαιώματος[xvi], ενώ από την άποψη της δυνατότητας μετέπειτα προσφυγής στο δικαστήριο, η φύση της είναι «δικονομική». Δεν αποτελεί όμως «αναφορά», η απλή έκφραση γνώμης (η οποία προστατεύεται από το άρθρο 19 του Κυπριακού Συντάγματος), ακόμη και όταν αυτή απευθύνεται προς δημόσια αρχή, αφού εκλείπει το στοιχείο της αίτησης ή του παραπόνου[xvii].

Σε κάθε περίπτωση, η παράλειψη της αρμόδιας Αρχής να δώσει απάντηση σε έγγραφα αιτήματα ή παράπονα που προβλέπονται από το άρθρο 29 Σ, στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον το αντικείμενο του αιτήματος ή του παραπόνου αναφέρεται σε άσκηση διοικητικής ή εκτελεστικής αρμοδιότητας, υποκείμενο στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης ή πράξης[xviii]. Επιπλέον, προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (και ήδη Διοικητικού Δικαστηρίου), λόγω μη απάντησης σε αίτημα διοικούμενου βάσει του αρ. 29 Σ, είναι δυνατή μόνο όπου η απόφαση ή η άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος έχει εκτελεστό χαρακτήρα[xix]. Ιδιαίτερης επισήμανσης χρήζουν, εν προκειμένω, τα άρθρα 33, παράγραφος 2 και 34 του Ν.158 (Ι)/1999, ενώ η υποβολή αίτησης θεραπείας κατά το άρθρο 29 του Συντάγματος, ούτε διακόπτει ούτε αναστέλλει την ανατρεπτική προθεσμία για άσκηση δικαστικής προσφυγής κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Κατόπιν των ανωτέρω, για την οριοθέτηση της ιεραρχικής προσφυγής του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010 έναντι της αίτησης θεραπείας ή αιτήματος αναφοράς, κατά το αρ. 29 του Συντάγματος, θα πρέπει να ειπωθούν τα κάτωθι:

Η αίτηση θεραπείας του άρθρου 29 Σ προβλέπεται στο Κυπριακό Σύνταγμα συνδυαστικά με τον Ν. 158(Ι)/1999, ενώ η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Α.Α.Π. προβλέπεται στο Ν.104(Ι)/2010. Επιπλέον, η  αίτηση του άρθρου 29 του Συντάγματος έχει ευρύτερο περιεχόμενο σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Α.Α.Π., καθώς αναφέρεται σε αίτηση ή έγγραφο παράπονο σε δημόσιες αρχές, ή κατά το άρθρο 33 του Ν.158/1999, σε αίτημα ενέργειας ή ανάκλησης ή τροποποίησης πράξης ή αποτροπής ή επανόρθωσης βλάβης (υλικής ή ηθικής). Ενώ η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Α.Α.Π., περιλαμβάνει αίτημα ακύρωσης πράξης ή απόφασης αναθέτουσας αρχής, του προσυμβατικού σταδίου ανάθεσης ή κήρυξης ως ανενεργού παράνομης σύμβασης ή τροποποίησης όρου προδιαγραφών[xx].

Η αίτηση θεραπείας του αρ. 29 Σ: α) στοχεύει στην επανόρθωση ή αποτροπή υλικής ή ηθικής βλάβης των διοικούμενων και λήψη απόφασης σχετικά με ενέργεια ή παράλειψή της Διοίκησης και όχι απλώς στη συμμόρφωση του διοικούμενου με νομοθετικές επιταγές για να τύχει κάποιας άδειας[xxi], χωρίς ωστόσο να απαιτεί να διατυπώνεται στο σώμα της, αίτημα επανόρθωσης της ηθικής ή υλικής βλάβης από πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης[xxii], β) ισοδυναμεί με αίτημα αναφοράς προς τη Διοίκηση από πλευράς ουσιαστικής[xxiii] αλλά γ) έχει νομική φύση διαδικαστική και «δικονομική», καθώς αποτελεί άσκηση δικαιώματος, προς διασφάλιση άλλου δικαιώματος. Από την άλλη, η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Α.Α.Π., αποσκοπεί τόσο στον έλεγχο νομιμότητας όσο και στον έλεγχο ουσιαστικής επανεξέτασης της προσβαλλόμενης πράξης του προσυμβατικού σταδίου ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ή την κήρυξη ως ανενεργού, παρανόμως συναφθείσας σύμβασης, ώστε το ειδικότερο αντικείμενο των δύο ως άνω βοηθημάτων, της κυπριακής έννομης τάξης, διαφοροποιείται.

Η υπό κρίση αίτηση θεραπείας δεν απαιτεί την ύπαρξη προσωπικού και άμεσου έννομου συμφέροντος του αιτητή, καθώς κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της κανονιστικής εμβέλειας του άρθρου 29 Σ[xxiv], σε αντίθεση με την ιεραρχική προσφυγή του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010, που απαιτεί ο ενδιαφερόμενος να έχει ή να είχε έννομο συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη δημόσια σύμβαση κατά τα αναφερόμενα στη τελευταία αυτή πρόνοια.

Εξάλλου, δεν εξετάζεται η αίτηση θεραπείας από το αρμόδιο όργανο, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί και ιεραρχική προσφυγή, αλλά πληροφορείται σχετικά ο αιτητής[xxv]. Συνεπώς υφίσταται μία «προτεραιοποίηση», νομοθετικά, της ιεραρχικής προσφυγής (όπως του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010), έναντι της ενδεχόμενης άσκησης αίτησης θεραπείας από τους διοικουμένους. Βέβαια, κατά την άποψη του γράφοντος, από τις διατάξεις του Ν. 104(Ι)/2010, δεν φαίνεται να αποκλείεται στη Κύπρο η άσκηση και έτερης διοικητικής προσφυγής, από τους οικονομικούς φορείς, προ ασκήσεως της ιεραρχικής προσφυγής του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 29 Συντάγματος, υπάρχει υποχρέωση να απαντηθεί η αίτηση θεραπείας αμέσως, ή το αργότερο εντός 30 ημερών από την υποβολή της[xxvi], ενώ από την άλλη, η Α.Α.Π. έχει υποχρέωση να εκδώσει απόφαση επί της ασκηθείσας ιεραρχικής προσφυγής του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010, εντός 45 ημερών από την ολοκλήρωση της ακρόασης της προσφυγής[xxvii]. Το χρονοδιάγραμμα έκδοσης απόφασης – απάντησης των Διοικητικών Αρχών εξέτασης των δύο βοηθημάτων, συνεπώς, διαφέρει.

Ακόμη, στην αίτηση θεραπείας του άρθρου 29 Συντάγματος, προβλέπεται ότι η Διοίκηση οφείλει να απαντήσει έστω και αν έχει ασκηθεί δικαστική προσφυγή, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώ υφίσταται και δυνατότητα μεταγενέστερης προσφυγής στο Δικαστήριο σε περίπτωση μη ικανοποίησης του αιτητή ή μη απάντησης επί της αίτησής του, σε αντίθεση με την δυνατότητα του ενδιαφερόμενου που έχει υποστεί βλάβη κατά το προσυμβατικό στάδιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων, κατά τα ειδικότερα του Ν. 104(Ι)/2010, ο οποίος έχει αποκλειστικά την ευχέρεια, είτε 1) να ασκήσει απ’ ευθείας προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο κατ’ αρ. 146 Σ, κατά της πράξης ή της απόφασης της αναθέτουσας αρχής, είτε 2) να ασκήσει προσφυγή του αρ 146 Σ, στο Διοικητικό Δικαστήριο, κατά της απόφασης της Α.Α.Π. που δεν τον ικανοποίησε.

Παρατηρείται, συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω, ότι η ιεραρχική προσφυγή του Ν. 104(Ι)/2010 και η αίτηση θεραπείας του αρ. 29 Συντάγματος, παρότι αμφότερες αποτελούν βοηθήματα που κατατείνουν στη διοικητική προστασία των διοικουμένων, εντούτοις οριοθετούν το σκοπό και τη λειτουργία τους σημαντικά, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα, που διασαφήνισαν πληρέστερα το ειδικότερο περιεχόμενο τους.

γ) Η υποβολή παραπόνου, ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας

Κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1 περίπτωση α, του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου του 1991 (3/1991)[xxviii] προβλέπεται ότι τηρουμένων των διατάξεων του και άνευ επηρεασμού των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως διερευνά παράπονα εναντίον οποιασδήποτε Υπηρεσίας ή λειτουργού που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, ότι οποιαδήποτε ενέργεια τους παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ασκήθηκε κατά παράβαση των νόμων ή των κανόνων της χρηστής διοίκησης και της ορθής συμπεριφοράς προς τους διοικουμένους, εφόσον η ενέργεια αυτή επηρεάζει άμεσα και προσωπικά οποιοδήποτε πρόσωπο˙

Η ιεραρχική προσφυγή του Ν. 104(Ι)/2010, οριοθετεί, συνοπτικά, το πεδίο εφαρμογής της, με την υποβολή αναφοράς/παραπόνου ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως εξής:

Σύμφωνα με άρθρο 5 παράγραφος 2 περίπτωση β του ως άνω Νόμου, καθορίζεται η σχέση της υποβολής αναφοράς ενώπιον του Επίτροπου, με την οποιαδήποτε ασκηθείσα ιεραρχική προσφυγή, καθώς σαφώς προνοείται ότι δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Επιτρόπου οποιαδήποτε ενέργεια, αναφορικά με την οποία εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου, ή εξέταση ιεραρχικής προσφυγής, ενώπιον οποιασδήποτε, σύμφωνα με οποιοδήποτε Νόμο, διοικητικής αρχής.

Υφίσταται λοιπόν αναρμοδιότητα του Επιτρόπου Διοικήσεως, να εξετάσει υποβληθείσα ενώπιον του  αναφορά, εφόσον έχει ήδη ασκηθεί και εκκρεμεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε, σύμφωνα με το Νόμο, διοικητικής αρχής, συμπεριλαμβανομένης εν προκειμένω και της ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ.

Σε κάθε περίπτωση: α) το δυνητικό περιεχόμενο των τυχόν υποβαλλόμενων παραπόνων ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως τυγχάνει ευρύτερο από το αντίστοιχο της ιεραρχικής προσφυγής του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010, καθώς στη πρώτη περίπτωση δύναται να αφορά, γενικότερα, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αρχή της  Χρηστής Διοίκησης κτλ ενώ στη δεύτερη, μονάχα παράνομες πράξεις ή αποφάσεις των αναθετουσών αρχών κατά το προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, β) το έννομο συμφέρον της ιεραρχικής προσφυγής του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010 μπορεί να είναι παρόν ή παρελθοντικό (ο ενδιαφερόμενος «να έχει ή να είχε έννομο συμφέρον» κατά τη πρόβλεψη του αρ. 19 παρ. 1 Ν. 104(Ι)/2010), ενώ για υποβολή αναφοράς ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως, απαιτείται κατά την οικεία πρόβλεψη, το έννομο συμφέρον να τυγχάνει, απλώς, άμεσο και προσωπικό.

Τέλος, διαφορετική είναι η διαδικασία που ακολουθείται σε περίπτωση υποβολής βάσιμων παραπόνων ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως[xxix], σε σχέση με την διαδικασία υποβολής ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ[xxx], πράγμα που αποδεικνύει βεβαίως και τη διαφορετική αιτιολόγηση θεσμοθέτησης, λειτουργία, σκοπό, αντικείμενο, επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και τρόπο ελέγχου της Διοίκησης, από τη μια μεριά του Επιτρόπου Διοικήσεως και από την άλλη της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών.

δ) Η υποβολή καταγγελίας, ενώπιον της Ελεγκτικής Υπηρεσίας

Η ιεραρχική προσφυγή του Ν. 104(Ι)/2010 διακρίνεται τόσο από την υποβολή παραπόνου, ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και από την υποβολή καταγγελίας, ενώπιον της Ελεγκτικής Υπηρεσίας[xxxi].

Η τελευταία αυτή δυνατότητα καταγγελίας, αποτελεί ξεχωριστό μέσο προστασίας έναντι της ιεραρχικής προσφυγής, ενώπιον της ΑΑΠ και την υποβολή παραπόνου, ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως και σχετίζεται με διαφθορά (ή και σύγκρουση συμφερόντων), απάτη ή κατάχρηση δημόσιου χρήματος, σε Υπουργείο, Τμήμα, Υπηρεσία, Οργανισμό, Αρχή ή κρατική επιχείρηση, που ελέγχεται από την Ελεγκτική Υπηρεσία, ή μη διασφάλιση από δημόσιο ελεγχόμενο φορέα, της αποτελεσματικότητας, οικονομικότητας και αποδοτικότητας των δημοσίων πόρων[xxxii].

Ως προς τον τρόπο υποβολής της, δύναται να υποβάλλεται ηλεκτρονικά, στον οικείο ιστότοπο, αφού παρατεθούν τα εξής: α) σε ποιόν αφορά, β) ποιο το είδος της καταγγελίας, συμπεριλαμβανομένων σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και γ) δυνητικά τα στοιχεία του υποβάλλοντος αυτή[xxxiii].

Θεωρητικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελεί φθηνή και πρακτική δυνατότητα, έναντι της υποβολής ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ, αποσκοπώντας κυρίως σε καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης Υπηρεσιών ή Οργανισμών, ωστόσο έχει ειπωθεί ότι εξαρτάται από την εκάστοτε διακριτική ευχέρεια των ανεξαρτήτων οργάνων να την εξετάσουν[xxxiv].

ε) Η προσφυγή που προβλεπόταν στο άρθρο 25 της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 115/2004

Η ιεραρχική προσφυγή του Νόμου 104/2010 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, οριοθετούνταν και με την οικεία προσφυγή (ένσταση) που προβλεπόταν στο άρθρο 25  της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 115/2004. Η βασική διαφοροποίηση τους σχετιζόταν με το γεγονός ότι η μεν πρώτη προβλεπόταν για το προσυμβατικό στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, ενώ η δεύτερη για το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης.

Όλως συνοπτικά, όσον αφορά την εν λόγω ένσταση του αρ. 25 της ΚΔΠ 115/2004[xxxv], προβλεπόταν πως στις περιπτώσεις που με βάση την έκθεση αξιολόγησης, η απόδοση του αναδόχου σύμβασης κρινόταν ως μη ικανοποιητική, η Ενδιαφερόμενη Υπηρεσία υπέβαλλε την έκθεση στον Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής, με εισήγηση για στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής του συγκεκριμένου αναδόχου σύμβασης, σε μελλοντικούς διαγωνισμούς, που οδηγούσαν στην ανάθεση σύμβασης, είτε μόνιμα, είτε για καθορισμένη χρονική περίοδο. Ο Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής, αφού ελάμβανε την έκθεση της Ενδιαφερόμενης Υπηρεσίας, γνωστοποιούσε στον ανάδοχο της σύμβασης το αίτημα της Ενδιαφερόμενης Υπηρεσίας και τον καλούσε μέσα σε τακτή προθεσμία να υποβάλει προς αυτόν, αν το επιθυμούσε, γραπτή ένσταση στην οποία έπρεπε να αναφέρονται και οι λόγοι της ένστασης. Η Κεντρική Επιτροπή προτού λάβει την απόφαση της, στο θέμα της στέρησης του δικαιώματος συμμετοχής του αναδόχου σύμβασης, σε διαγωνισμούς που οδηγούσαν στην ανάθεση σύμβασης, είχε τη δυνατότητα, αν το έκρινε σκόπιμο, να δώσει την ευκαιρία προφορικής ακρόασης στον ενδιαφερόμενο και/ή στο νομικό του σύμβουλο, σχετικά με τους λόγους της ένστασης του. Οι αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής για στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής του αναδόχου σύμβασης σε μελλοντικούς διαγωνισμούς που οδηγούσαν στην ανάθεση σύμβασης, κοινοποιούνταν στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, στην Αρμόδια Αρχή και σε όλες τις αναθέτουσες αρχές και Συμβούλια Προσφορών. Η δε Αρμόδια Αρχή τηρούσε κατάλογο με τα ονόματα όλων των οικονομικών φορέων που είχαν στερηθεί το δικαίωμα συμμετοχής σε διαγωνισμούς που οδηγούσαν στην ανάθεση σύμβασης, ενώ ο κατάλογος αυτός δημοσιευόταν μια φορά το χρόνο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε δύο τουλάχιστον εγχώριες ημερήσιες εφημερίδες.

Οι δύο προσφυγές αναφέρονταν λοιπόν σε διαφορετικά στάδια μίας δημόσιας σύμβασης, ωστόσο η ως άνω ΚΔΠ που προέβλεπε τη συγκεκριμένη διοικητική προσφυγή-ένσταση για το στάδιο εκτέλεσης, έχει σήμερα καταργηθεί.

Συμπερασματικά

Η ιεραρχική προσφυγή, κατά το στάδιο σύναψης δημοσίων συμβάσεων, ενώπιον ειδικά κατεστημένου οργάνου, ήτοι ενώπιον της ΑΑΠ, αποτελεί ουσιώδη δυνατότητα έννομης προστασίας, των εμπλεκόμενων οικονομικών φορέων, που θεωρούν ότι υφίστανται βλάβη στα συμφέροντα τους, κατά τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων.

Ο Νόμος 104(Ι)/2010 ρυθμίζει τα σχετικά με την άσκησή της, τις προϋποθέσεις παραδεκτού αυτής, την στοιχειοθέτησή της, τις συνέπειες από την άσκησή της κ.α.[xxxvi].

Χαρακτηριστικά της, βάσει του εν λόγω Νόμου, αποτελούν: α) Η ουσιαστική επανεκτίμηση τόσο των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης, όσο και της νομιμότητας της οικείας πράξης ή απόφασης. β) Η μη υποχρεωτικότητα της και η δυνατότητα υποκατάστασης της από απευθείας προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, κατ’ αρ. 146 του Συντάγματος και γ) Η δυνατότητα του κρίνοντος αυτή οργάνου για τροποποίηση ή μεταρρύθμιση οποιουδήποτε όρου προδιαγραφών, που προβλέπεται πχ στα έγγραφα του διαγωνισμού, παράλληλα με την δυνατότητα ακύρωσης[xxxvii].

Βέβαια αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής του  Ν. 104(Ι)/2010 αποτελούν πράξεις, αποφάσεις του προσυμβατικού σταδίου ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ή παρανόμως καταρτισθείσες συμβάσεις, ωστόσο λοιπά συναφή μέσα προστασίας, έναντι των οποίων, οριοθετεί τη φύση και τη λειτουργία της, στη κυπριακή έννομη τάξη, αποτελούν: α) η προσφυγή του άρθρου 146 του Συντάγματος, β) η αίτηση θεραπείας ή αίτηση επανεξέτασης, άλλως υποβολή αιτήματος για ενέργεια της Διοίκησης ή αναφοράς ή παραπόνων ή καταγγελίας, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Συντάγματος, γ) η υποβολή αναφοράς ενώπιον του Επιτρόπου Διοικήσεως, δ) η υποβολή καταγγελίας στην Ελεγκτική Υπηρεσία και ε) η καταργηθείσα προσφυγή-ένσταση που προβλεπόταν στο άρθρο 25  της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 115/2004.

Των ως άνω μέσων προστασίας, έναντι της ιεραρχικής προσφυγής του Ν. 104(Ι)/2010, επιχειρήθηκε, όλως συνοπτικά, μία αρχική καταγραφή και προσέγγιση, προκειμένου δοθεί ένα πρώτο ερέθισμα μελλοντικής μελέτης και εξέτασης, ενδεχόμενης ύπαρξης εναλλακτικών της ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον της ΑΑΠ μέσων, προς προστασία των συμφερόντων των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν, ιδίως σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, στη κυπριακή έννομη τάξη.

* ο Ηρακλής Ε. Μηλάκης ειναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης


[i] Το δε Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου, σε δεύτερο βαθμό, κατ’ ενάσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του

[ii] Βλ. αρ. 146 παρ. 1 Σ

[iii] Βλ. αρ. 146 παρ. 4 Σ

[iv] Βασική αρχή, ανεξάρτητη της αναθέτουσας, κατά τις προβλέψεις της ενωσιακής δικονομικής οδηγίας 89/665/ΕΟΚ

[v] Βλ. αρ. 19 Ν. 104 (Ι)/2010

[vi] Βλ. αρ. 146 παρ. 2 Σ

[vii] Ήτοι προδικαστική ένσταση που προέβαλλε ότι, από τη στιγμή που η προσφορά των αιτητών δεν

ήταν σύμφωνη με τους όρους και τις προϋποθέσεις του διαγωνισμού, είχε ήδη απορριφθεί και

εκείνοι δεν είχαν πλέον συμφέρον να τους ανατεθεί η σύμβαση

[viii] Βλ. Ιεραρχική προσφυγή με αριθμό 41/2004 απόφαση της  Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών

[ix] Βλ. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ALTERRA ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ, 19 Μαρτίου 2007, ΑΑΔ, αριθ. υπόθεσης 1134/2005

[x] Βλ. PODIUM ENGINEERING LTD ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΑΑΔ, Υπόθεση Αρ. 1099/2004, 3 Οκτωβρίου 2006

[xii] Βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου v. Χριστόφορου και Άλλων, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 748, 755 (1994) 3 Α.Α.Δ 434

[xiii] Βλ. Παρασκευά Κ., Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017,  σελ. 396-397

[xiv] Βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου v. Χριστόφορου και Άλλων, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 748,755 (1994) 3 Α.Α.Δ 434

[xv] Βλ. Christoforou v. Municipal Committee of Ay. Dhometios (1987) 3 C.L.R. 1464

[xvi] Βλ. Παρασκευά Κ., Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 388

[xvii] Βλ. Παρασκευά Κ., ο.π., σελ. 19389

[xviii] βλ. Δήμος Λεμεσού v. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ (1999) 3 Α.Α.Δ. 610

[xix] Βλ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΧΙΠΗΣ ν. ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου, Δευτεροβάθμια Δικαιοδοσία, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/10, 10/9/2014

[xx] βλ. άρθρο 19 Ν.104(Ι)/2010

[xxi] Βλ. Νέμιτσας Παναγιώτης και άλλη ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Αγίου Τύχωνα (2008) 4 ΑΑΔ 930

[xxii] Παρασκευά Κ., Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 389

[xxiii] Πρωτοπαπάς v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1167

[xxiv] Παρασκευά Κ., Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο - Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017,  σελ. 389

[xxv] βλ. άρθρο 33, παράγραφος 3 Ν.158(Ι)/1999

[xxvi] βλ. άρθρο 29, παράγραφος 1 Σ.

[xxvii] Βλ. άρθρο 25, παρ. 1 Ν.104(Ι)/2010

[xxviii] Βλ. σχετικό άρθρο του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου του 1991 (3/1991)

[xxix] Βλ. αρ. 6 του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου του 1991 (3/1991)

[xxx] Βλ. και αρ. 25 Ν. 104 (Ι)/2010

[xxxi] Βλ. τον περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Νόμο του 2002 (Ν.113(Ι)/2002), τον περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμο του 2014 (Ν. 20(I)/2014) και τα αρ. 115, 116 και 117 Κυπριακού Συντάγματος

[xxxii]Βλ. Ιστοσελίδα Ελεγκτικής Υπηρεσίας Κυπριακής Δημοκρατίας, http://www.audit.gov.cy/audit/audit.nsf/complaintspage_gr/complaintspage_gr?opendocument ημερομηνία πρόσβασης 20.04.2021

[xxxiii] Βλ. Ιστοσελίδα Ελεγκτικής Υπηρεσίας Κυπριακής Δημοκρατίας, http://www.audit.gov.cy/audit/audit.nsf/complaints_gr/complaints_gr?OpenForm ημερομηνία πρόσβασης 21.04.2021

[xxxiv] Βλ. Αιμιλιανίδης Α., 2020, Τακτικτιστικές προσφυγές στην ΑΑΠ, Σχόλιο σε μία κυβερνητική δήλωση https://dikaiosyni.com/katigories/arthra/taktikistikes-prosfyges-stin-anathewritiki-arxi-prosforwn-sxolio-se-mia-kivernitiki-dilwsi/ ημνια προσβασης 08.04.2021

[xxxv] που έχει βέβαια ήδη σήμερα παύσει να ισχύει

[xxxvi] άρθρα 19, 20, 21, 22 κ.λπ. του εν λόγω Νόμου 104 (Ι)/2010

[xxxvii] Αρ. 25 παρ. 2 Ν. 104 (Ι)/2010


Σχόλια

Top Legal Stories

Τροποποίηση του περι Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου [Ν.124(Ι)/2024]

Κενές θέσεις τεσσάρων (4) Ανώτερων Επαρχιακών Δικαστών στη Δικαστική Υπηρεσία

Εξάλειψη Υποθήκης: Αλλαγή στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο (N.161/2024)

Νομικές Σπουδές: Οι τρεις Νομικές Σχολές της Ελλάδας

Αόρατος επισκέπτης: Μια διάσημη δικηγόρος και ο ύποπτος για φόνο πελάτης της σε ένα αγωνιώδες θρίλερ