Το δικαίωμα επικοινωνίας υπόπτου ή κατηγορουμένου με δικηγόρο από την πρώτη στιγμή της ποινικής διαδικασίας

Του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου

Το δικαίωμα επικοινωνίας με δικηγόρο από την πρώτη στιγμή της ποινικής διαδικασίας αποτελεί σημαντική πτυχή του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Το Άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 48 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ εγγυώνται ρητώς το δικαίωμα νομικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις. Το δικαίωμα νομικής συνδρομής εφαρμόζεται στο σύνολο της ποινικής διαδικασίας, από την αστυνομική ανάκριση (ορθότερα πριν από την έναρξη της ανάκρισης) έως την περάτωση της προσφυγής σε δεύτερο βαθμό. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Ο όρος «δικηγόρος» αναφέρεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διαθέτει τα προσόντα και δικαιούται, μεταξύ άλλων, μέσω διαπιστεύσεως σε εξουσιοδοτημένο φορέα, να παρέχει νομικές συμβουλές και νομική συνδρομή σε υπόπτους ή κατηγορουμένους. 

Η σχετική Οδηγία 2013/48/ΕΕ [1], οριοθετεί τα χρονικά σημεία στα οποία ο συλληφθείς ύποπτος / κατηγορούμενος μπορεί να έρθει σε επικοινωνία με δικηγόρο. Ειδικότερα έχει πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:

α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·

β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή

γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας· 

δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.

Εναρμονιστικός της παραπάνω Οδηγίας στην κυπριακή έννομη τάξη είναι ο περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (163(I)/2005). 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του Νόμου αυτού, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας, πληροφορείται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτό για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, ενώ σύμφωνα με το εδ.(2) του ίδιου άρθρου, πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας δικαιούται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά με δικηγόρο της δικής του επιλογής χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου.

Το δικαίωμα παροχής νομικών συμβουλών από δικηγόρο στον ύποπτο ή κατηγορούμενο σε ποινική διαδικασία σε κατάλληλο πρώιμο στάδιο της διαδικασίας αυτής έχει θεμελιώδη αξία για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας.[2]

Ειδικότερα, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος σε ποινική διαδικασία έχει δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, από τις αρμόδιες αρχές, ότι θεωρείται ύποπτος ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης, ασχέτως εάν στερείται της ελευθερίας του[3].

Πρακτικά από την πρώτη στιγμή κατά την οποία υφίσταται εξωτερίκευση οποιασδήποτε πράξης, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, των οργάνων του κράτους  πάνω στον ύποπτο/κατηγορούμενο, ο τελευταίος έχει δικαίωμα να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του.

Κατά την ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ύποπτος ή κατηγορούμενος αδυνατεί να κατανοήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της ενημέρωσης, π.χ. λόγω του νεαρού της ηλικίας του ή της διανοητικής ή σωματικής του κατάστασης.

Είναι σημαντικό ότι ο ύποπτος ή κατηγορούμενος πρέπει να μπορεί να κατανοεί τι συμβαίνει και να μπορεί να γίνει κατανοητός. Ένας ύποπτος ή κατηγορούμενος που δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στη διαδικασία θα χρειάζεται διερμηνέα και μετάφραση των βασικών δικογράφων.

Δεν αρκεί για παράδειγμα η ενημέρωση στην ελληνική γλώσσα αλλοδαπού συλληφθέντος που δεν κατανοεί ελληνικά από αστυνομικό υπάλληλο ότι μπορεί να επικοινωνήσει με δικηγόρο.

Η αστυνομία οφείλει να παρέχει στον ύποπτο /κατηγορούμενο τα πρακτικά μέσα επαφής και επικοινωνίας με τον δικηγόρο του, ώστε η επικοινωνία να είναι αποτελεσματική. Η επικοινωνία πρέπει επίσης να έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα. Το δικαίωμα εμπιστευτικής συνομιλίας μπορεί  να περιοριστεί, αλλά έχει κριθεί ότι απαιτείται ουσιαστική αιτιολόγηση των σχετικών περιορισμών.[4] Στην υπόθεση Lanz κατά Αυστρίας στο ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων είχε συλληφθεί ως ύποπτος απάτης και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Η επικοινωνία με τον δικηγόρο του κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης παρακολουθείτο από τον ανακριτή. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση του Άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) της ΕΣΔΑ.[5]

Η άμεση και χωρίς καθυστέρηση επικοινωνία του υπόπτου/κατηγορούμενου με το δικηγόρο είναι συνήθως καθοριστική για την όλη πορεία της ποινικής διαδικασίας. Η άγνοια των δικονομικών δικαιωμάτων, ο αιφνιδιασμός της σύλληψης και η ευάλωτη θέση του συλληφθέντος στα πρώτα στάδια της διαδικασίας καθιστούν την πρόσβαση σε νομική συνδρομή απαραίτητη.

Στην υπόθεση Salduz κατά Τουρκίας[6], ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για συμμετοχή σε μη εγκεκριμένη διαδήλωση υποστήριξης του PKK (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν). Δεν είχε πρόσβαση σε δικηγόρο και προέβη σε δηλώσεις ομολογίας της ενοχής του κατά την ανάκριση ενώ τελούσε υπό αστυνομική κράτηση, ενώ αργότερα ανακάλεσε τις δηλώσεις του. Το τουρκικό δικαστήριο στηρίχθηκε στις αρχικές δηλώσεις για την καταδίκη του. Το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι, για να παραμείνει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη «πρακτικό και αποτελεσματικό», η πρόσβαση σε δικηγόρο πρέπει να παρέχεται από την πρώτη αστυνομική ανάκριση. 

Είναι εν προκειμένω ιδιαίτερα σημαντικές οι επισημάνσεις του Δικαστηρίου ότι οι ύποπτοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι κατά το στάδιο της έρευνας και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται μπορούν να καθορίσουν την έκβαση της υπόθεσής τους. Η έγκαιρη πρόσβαση σε δικηγόρο προστατεύει το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης και αποτελεί θεμελιώδη διασφάλιση κατά της κακομεταχείρισης. Όπως σημείωσε το ΕΔΔΑ, κάθε εξαίρεση από το δικαίωμα αυτό πρέπει να οριοθετείται σαφώς και να περιορίζεται χρονικά. Ακόμη και όταν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι, οι περιορισμοί δεν πρέπει να θίγουν αδικαιολόγητα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, η απουσία δικηγόρου ενώ τελούσε υπό αστυνομική κράτηση έθιξε ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα υπεράσπισής του, κατά παράβαση του Άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) σε συνδυασμό με το Άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ.

Δείτε την αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα εδώ


[1] Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας

[2] Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009 , για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες

[3] Σύσταση της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα νομικής συνδρομής για υπόπτους ή κατηγορούμενους σε ποινικές διαδικασίες 2013/C 378/03

[4] ΕΔΔΑ, Sakhnovskiy κατά Ρωσίας, Αριθ. 21272/03, 2 Νοεμβρίου 2010, σκέψη 97.

[5] ΕΔΔΑ, Lanz κατά Αυστρίας, Αριθ. 24430/94, 31 Ιανουαρίου 2002, σκέψεις 50-52

[6] ΕΔΔΑ, Salduz κατά Τουρκίας, Αριθ. 36391/02, 27 Νοεμβρίου 2008, σκέψεις 54-62

Σχόλια

Top Legal Stories

Θέσεις Ειδικών Επιστημόνων Διδασκαλίας στο Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου

Electronic Money Institutions in Cyprus: A Critical Analysis of the Regulatory Framework and Licensing Requirements

Κενή μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Νομικές Σπουδές: Οι τρεις Νομικές Σχολές της Ελλάδας

Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα: Αύξηση ποινών για το αδίκημα της υποκίνησης βίας ή μίσους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου