Το δικαίωμα του δικηγόρου να αρνηθεί την υπεράσπιση κατηγορούμενου για λόγους ηθικής στην ελληνική και κυπριακή έννομη τάξη

του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου

Ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την ανάληψη υπόθεσης όταν κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές του , την αξιοπρέπειά του και τη συνείδησή του. Τόσο ο Κώδικας Δικηγόρων στην Ελλάδα, όσο και οι Κανονισμοί Δεοντολογίας των Δικηγόρων στην Κύπρο παρέχουν το νομικό πλαίσιο στήριξης της επιλογής αυτής.

Τι ισχύει στην Ελλάδα

To δικαίωμα του δικηγόρου να αρνηθεί την υπεράσπιση συγκεκριμένου κατηγορούμενου σε ποινική δίκη προκύπτει σαφώς από τη διατύπωση του άρθρου 37 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.4194/2013). Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου, ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως αβάσιμη, δεν είναι δεκτική υπεράσπισης, έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα άλλων εντολέων του ή αντιβαίνει στις αρχές του. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο δικηγόρος οφείλει να αναλαμβάνει την υπεράσπιση οποιουδήποτε κατηγορουμένου, εφόσον αυτό ζητηθεί από τις δικαστικές αρχές, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1.

Τους λόγους άρνησης ανάληψης υπόθεσης διευρύνει το άρθρο 6 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος. Σύμφωνα με αυτό:

Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ αναλάβει κάθε υπόθεση που του αναθέτουν, αν υπάρχει τρόπος υπερασπίσεώς της. Έχει όμως το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την υπεράσπιση υποθέσεως:

α) Αν κατά τη γνώμη του είναι παράνομη ή ολοφάνερα άδικη.

β) Αν με τα στοιχεία που του παρέχει ο πελάτης είναι βέβαιο ότι η δίκη θα χαθεί.

γ) Αν στρέφεται κατά συγγενικού ή πολύ φιλικού του προσώπου.

δ) Αν σε παρόμοια υπόθεση, που χειρίστηκε πριν απ’ αυτήν, είχε υποστηρίξει αντίθετες απόψεις, οι οποίες έγιναν δεκτές με αμετάκλητες αποφάσεις Δικαστηρίων ή Διοικητικών Αρχών.

ε) Αν για την υπεράσπιση της υποθέσεως πρόκειται να έλθει σ’ αντίθεση με δημοσιευμένες γνώμες, θεωρίες, ερμηνείες ή απόψεις του για το ίδιο νομικό ζήτημα.

στ) Αν δεν έχει αρκετό χρόνο για την καλή προετοιμασία και υπεράσπιση της υποθέσεως.

Σε ποινικές υποθέσεις όπου ο κατηγορούμενος φέρεται να έχει τελέσει ιδιαίτερα ειδεχθείς πράξεις με μεγάλη κοινωνική και ποινική απαξία, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο απροθυμίας των δικηγόρων να αναλάβουν την υπεράσπιση του. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Δικαστήριο διορίζει αυτεπαγγέλτως συνήγορο από τον κατάλογο του εκάστοτε Δικηγορικού Συλλόγου. Όμως και σε αυτήν τη περίπτωση, ο αυτεπαγγέλτως διοριζόμενος δικηγόρος έχει δικαίωμα να αρνηθεί το διορισμό του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενα στο άρθρο 37 του Δικηγορικού Κώδικα.

Είναι πολλές οι περιπτώσεις στα δικαστικά χρονικά όπου κανένας δικηγόρος δεν επιθυμούσε να υπερασπιστεί κατηγορούμενους για ειδεχθή εγκλήματα, κυρίως παιδοκτόνους και παιδεραστές, με αποτέλεσμα να διορίζεται συνήγορος από το δικαστήριο.

Στη Λέσβο, το 2016 δικηγόρος κατηγορούμενου για βιασμό των ανήλικων παιδιών του, παραιτήθηκε κατά τη διαδικασία της ανάκρισης. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της περιόδου εκείνης, ο δικηγόρος ανέλαβε την υπεράσπιση μετά το διορισμό του από το δικαστήριο, αλλά όταν ανάγνωσε την κατάθεση του κατηγορουμένου «αηδίασε» και παραιτήθηκε. Εν συνεχεία κανένας δικηγόρος δεν δεχόταν να αναλάβει και ακολούθησε διαδικασία ερώτησης 30 δικηγόρων που ήταν στον κατάλογο μέχρι να βρεθεί τελικά δικηγόρος υπεράσπισης του κατηγορούμενου για παιδεραστία.

Πολύ πρόσφατα, το Μάρτιο του 2022, στην εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό της υπόθεσης της άγριας δολοφονίας της φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, μετά την παραίτηση του συνηγόρου υπεράσπισης ενός εκ των δύο κατηγορουμένων, το δικαστήριο ξεκίνησε διαδικασία αυτεπάγγελτου διορισμού νέων συνηγόρων, από τον κατάλογο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, ωστόσο υπήρξε άρνηση ανάληψης καθηκόντων υπεράσπισης από τρεις δικηγόρους , οι οποίοι επικαλέστηκαν λόγους ηθικής τάξεως και χειροκροτήθηκαν μάλιστα από όσους βρίσκονταν στο ακροατήριο. Η άρνηση των δικηγόρων σχολιάστηκε από την εισαγγελέα της έδρας η οποία, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα, έκανε λόγο για ντροπή για το νομικό σύστημα, επικαλούμενη την ΕΣΔΑ. Το σχόλιο ήταν βιαστικό, καθώς δεν είχε εξαντληθεί ο κατάλογος των διαθέσιμων δικηγόρων και η διαδικασία δεν είχε φτάσει σε δικονομικό αδιέξοδο, και συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος των δικηγόρων να κάνουν χρήση του άρθρου 37 του Κώδικα Δικηγόρων. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να υποχρεώσει το συνήγορο να αναλάβει υπόθεση, όταν αυτό αντιβαίνει στις αρχές του.

Πέρα από τους επικαλούμενους λόγους, σημαντικός είναι και ο χρόνος που δηλώνεται η άρνηση/παραίτηση του δικηγόρου. Όταν αυτή εκφράζεται στην αρχή της ποινικής διαδικασίας πρέπει να γίνεται ανευ ετέρου δεκτή. Ωστόσο, από τη στιγμή που ένας δικηγόρος έχει αρχίσει να ενεργεί για λογαριασμό του κατηγορουμένου και η διαδικασία έχει προχωρήσει, είναι ενδεχόμενο να κριθεί ότι η παραίτηση προκαλεί βλάβη στον κατηγορούμενο.  

Τι ισχύει στην Κύπρο

Στην έννομη τάξη της Κύπρου, ο δικηγόρος έχει καθήκον να αναλάβει την υπεράσπιση κάθε προσώπου κατηγορουμένου για έγκλημα, ανεξαρτήτως της προσωπικής του γνώμης ως προς την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου (Περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμοί, Κ.33 (11)).

Ωστόσο, ο δικηγόρος είναι ελεύθερος να αναλαμβάνει ή να αρνείται την ανάληψη υποθέσεων χωρίς παροχή οποιασδήποτε δικαιολογίας εξαιρουμένων υποθέσεων που του ανατίθενται από το Δικαστήριο οπότε η άρνηση του πρέπει να αιτιολογείται επαρκώς: Νοείται ότι ό δικηγόρος οφείλει να μην αναλάβει ποτέ υπόθεση στην οποία δε θα είχε ηθική ελευθερία δράσης. (Περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμοί, Κ.33 (10)).

Η παραπάνω επιφύλαξη προσομοιάζει με τη ρύθμιση του Ελληνικού Κώδικα Δικηγόρων (άρ.37), κατά την οποία,  ο δικηγόρος έχει υποχρέωση να αναλαμβάνει κάθε υπόθεση, εκτός εάν αυτή αντιβαίνει στις αρχές του.

Τέλος, οι Κανονισμοί Δεοντολογίας Δικηγόρων προβλέπουν και τη δυνατότητα δικηγόρου να αποσυρθεί από υπόθεση (Κ.25): « Όταν ο δικηγόρος αναλαμβάνει υπόθεση, δε δύναται να αποσυρθεί, εκτός λόγω του ότι εμεσολάβησε εύλογη αιτία επηρεάζουσα την καλή φήμη του, την αξιοπρέπειά του ή τη συνείδησή του ή εάν εμεσολάβησε παραβίαση από τον πελάτη του οποιοσδήποτε ηθικής ή υλικής υποχρέωσης προς αυτόν ή διαφωνίας ως προς το χειρισμό της υπόθεσης, ή λόγω οποιοσδήποτε άλλης εύλογης αιτίας».

Το δικαίωμα του δικηγόρου σε σχέση με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο

Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και ειδικότερα στο πλαίσιο υπερασπίσεως σε ποινική δίκη, αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του νομικού πολιτισμού και προϋπόθεση δίκαιης δίκης κατ΄επιταγή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Όμως και το δικαίωμα του δικηγόρου να αρνηθεί να αναλάβει την υπεράσπιση κατηγορουμένου υπό νόμιμες προϋποθέσεις δεν μπορεί να παραβλάπτεται ή να περιορίζεται. Η δικαστική πρακτική άλλωστε έχει δείξει ότι δεν έχουν καταγραφεί περιπτώσεις – και σε διεθνές επίπεδο – στις οποίες να μην ευρίσκεται τελικά συνήγορος πρόθυμος να αναλάβει ακόμη και τον πιο «ανεπιθύμητο» κατηγορούμενο.

Mια τέτοια περίπτωση κατηγορούμενου ήταν ο διαβόητος Αμερικανός κατά συρροήν δολοφόνος, απαγωγέας, βιαστής, διαρρήκτης και νεκρόφιλος, Ted Bundy, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία πολλών γυναικών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, μεταξύ των οποίων και μικρών κοριτσιών και ο οποίος τελικά καταδικάστηκε τρις εις θάνατον και εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα το 1989.

Ένας από τους βασικούς δικηγόρους του, ο ποινικολόγος John Henry Browne, ο οποίος είχε πει για τον Bundy ότι ήταν το τέλειο παράδειγμα κάποιου που γεννήθηκε διαβολικός, έγραψε αργότερα για την εμπειρία του ως υπερασπιστής στυγνών εγκληματιών: «My father once said: "To keep our society free and democratic, someone has to do your job, and do it well." Then he paused and said: "I'm just really sorry it's you." I feel the same way».

Η αρθρογραφία του Γιώργου Καζολέα είναι διαθέσιμη εδώ

Σχόλια

Top Legal Stories

Θέσεις Ειδικών Επιστημόνων Διδασκαλίας στο Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου

Electronic Money Institutions in Cyprus: A Critical Analysis of the Regulatory Framework and Licensing Requirements

Κενή μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου

Νομικές Σπουδές: Οι τρεις Νομικές Σχολές της Ελλάδας

Τροποποίηση Ποινικού Κώδικα: Αύξηση ποινών για το αδίκημα της υποκίνησης βίας ή μίσους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου