Απέλαση αλλοδαπού, φοιτητή, φορέα του ιού HIV: Απαγορευμένη διάκριση ή νόμιμο μέτρο προς προστασία της δημόσιας υγείας;
του Δρος Αντρέα Χατζηγεωργίου*
Με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό απόφασης για απέλαση
αλλοδαπού, φοιτητή, φορέα του ιού HIV, το παρόν άρθρο επιχειρεί την αξιολόγηση της νομιμότητας της εν λόγω
απόφασης υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων. Παρά την ανάκληση της εν λόγω απόφασης, το περιστατικό
καταδεικνύει μία πιθανή συστημική διακριτική μεταχείριση έναντι μίας ευάλωτης
ομάδας ανθρώπων, η οποία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Εισαγωγή
Οι φορείς του ιού HIV έχουν μία μακρά ιστορία σφοδρών διακρίσεων εις
βάρος τους, ιδίως όσον αφορά περιορισμούς στις διεθνείς μετακινήσεις,
απαγόρευση εισόδου σε Κράτη και απελάσεις. Πιο περίφημο παράδειγμα οι ΗΠΑ όπου, από το τέλος της δεκαετίας του 1980,
απαγόρευαν την μετανάστευση και τουριστική επίσκεψη όλων των αλλοδαπών φορέων
του ιού. Στα ύψη της η απαγόρευση έφτασε να περιλαμβάνει και φάρμακα προς
περίθαλψη ιού, τα οποία υπόκειντο σε κατάσχεση και καταστροφή. Η πολιτική αυτή
συνέχισε επίσημα μέχρι το 2008 όπου και αναθεωρήθηκε με το νόμο H.R.5501,υπό την προεδρία
του George W. Bush, αν και σταμάτησε να
εφαρμόζεται άτυπα αρκετό καιρό πριν.
Οπότε για κανένα λόγο το
περιστατικό που παρατηρήθηκε στην Κύπρο δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενο.
Αντίθετα, η Κυπριακή νομοθεσία ακολουθεί μία υπαρκτή διεθνή τάση την οποία
ακολούθησαν διάφορα νομικά συστήματα ανά το παγκόσμιο. Παρόλα αυτά, η τάση αυτή
θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και έχει αναθεωρηθεί στα περισσότερα νομικά
συστήματα. Για παράδειγμα, μελέτη του UNAIDS (2009) σημείωσε ότι
124 Κράτη δεν έχουν καμία νομική ρύθμιση ως προς τον περιορισμό εισόδου και
διαμονής φορέων του ιού.Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο η αναθεώρηση τέτοιας
πολιτικής, ή νομικής ρύθμισης, εμπίπτει εντός του «περιθωρίου εκτίμησης» (margin of appreciation), και άρα
εντός της διακριτικής ευχέρειας, των Κρατών ή αν κρίνεται ότι παραβιάζει
υποχρεώσεις κάτω από το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Εθνικό Δίκαιο
Η απόφαση απέλασης του
φοιτητή απαραίτητα είχε βάση στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο (Κεφ.
105), του οποίου το άρθρο 6(1)(γ) ορίζει ότι εντός της έννοιας των
«απαγορευμένων μεταναστών», στα οποία πρόσωπα δεν επιτρέπεται η είσοδος στη
Δημοκρατία, εμπίπτει και «oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo πιστoπoιήθηκε από ιατρόότι υπoφέρει από μεταδoτική ή μoλυσματική ασθέvεια η oπoία, κατάτηγvώμητoυ ιατρoύ, απoτελείκίvδυvoστηδημόσια υγεία…». Ενώ παράλληλα το άρθρο 13(1) επιτρέπει την έκδοση διατάγματος προς
απαγορευμένους μετανάστες να εγκαταλείψουν τη Δημοκρατία.
Συνεπώς, το Κεφ. 105
πράγματι επιτρέπει την απαγόρευση εισόδου στη Δημοκρατία φορέων του ιού, όπως
και την απέλαση φορέων που βρίσκονται ήδη στη Δημοκρατία. Κρίσιμο, όμως,
στοιχείο για τη νομιμότητα της όποιας απόφασης για απέλαση, σύμφωνα με το εν
λόγω άρθρο, αποτελεί η γνώμη ιατρού ως προς το κατά πόσο η συγκεκριμένη
ασθένεια αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Στην περίπτωση αυτή σίγουρα
εξετάζεται αυτή καθαυτή η ίδια η ασθένεια, όμως
θα πρέπει απαραίτητα να υπάρχει και εξατομικευμένη αξιολόγηση της
συγκεκριμένης περίπτωσης.
Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας
υπόψη το πιστοποιητικό ιατρoύ που (όπως καταγράφεται στα δημοσιεύματα)
απέστειλε ο φοιτητής στις αρχές (και χωρίς να υπάρχει πληροφόρηση για
οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά ή έγγραφα υπήρχαν ενώπιών τους), το οποίο
πιστοποιεί ότι την συγκεκριμένη στιγμή ο ιός δεν ήτο ανιχνεύσιμος, και άρα ούτε
μεταδοτικός, στο αίμα του φοιτητή, έπρεπε να ληφθεί υπόψη και έδιδε επαρκές
νομικό έρεισμα στον Διευθυντή να επιτρέψει την παραμονή του φοιτητή στη χώρα. Περαιτέρω,
από το λεκτικό του άρθρου 6(1)(γ) φαίνεται πως επιβαλλόταν να ληφθεί υπόψη
άποψη ιατρού πριν την έκδοση της όποιας απόφασης. Χωρίς την γνώμη ιατρού και
την επαρκή αιτιολόγηση στη βάση της προστασίας της δημόσιας υγείας, η όποια
διοικητική απόφαση θα ήτο τρωτή προς ακύρωση στο Διοικητικό Δικαστήριο με βάση
το άρθρο 146.
Πέραν, όμως, από τις
γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ως προς την επαρκή έρευνα και νόμιμη
αιτιολόγηση, οι οποίες σίγουρα θα εξυπηρετούσαν στην παρούσα περίπτωση, το ουσιαστικό
ερώτημα είναι κατά πόσο τέτοια απέλαση θα ήταν αντίθετη με το δίκαιο ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, ιδίως όσον αφορά την απαγόρευση διακρίσεων.
Απαγόρευση Αυθαίρετων
Διακρίσεων
Το άρθρο 28 του Συντάγματος
της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως και το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, απαγορεύουν τις
αυθαίρετες διακρίσεις ή, αλλιώς, πρεσβεύουν την αρχή της ισότητας. Το δικαίωμα
επιτάσσει στις αρχές της Δημοκρατίας την ίση μεταχείριση ατόμων που τελούν υπό
τις ίδιες ή παρόμοιες περιστάσεις, εκτός εάν η διαφορετική μεταχείριση
αποσκοπεί σε έγκυρο/νόμιμο στόχο με ανάλογα μέσα.Τα άρθρα συγκεκριμένα
επιτάσσουν ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως «φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας,πολιτικών ή
άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής
προελεύσεως,
συμμετοχήςειςεθνικήνμειονότητα,περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Η νομολογία του ΕΔΑΔ,
όπως και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, αποκαλύπτει σχετικές
αποφάσεις που εξετάζουν διακριτική μεταχείριση φορέων του ιού HIV, οι οποίες πιθανόν να
μην ήταν εις γνώση των σχετικών αρχών και, ως εκ τούτου, να μην λήφθηκαν
υπόψιν.
Στην απόφαση του 2011, Kiyutin v. Russia, οι
Ρωσικές αρχές απέρριψαν την αίτηση του προσφεύγοντος, συζύγου Ρωσίδαςυπηκόου με
την οποία είχαν παιδί, για άδεια παραμονής λόγω του ότι ήταν φορέας του ιού HIV. Το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι διάκριση
στη βάση της κατάσταση υγείας του ατόμου, και δη στη βάση της παρουσίας του ιού
HIV,εμπίπτει
εντός της έννοιας «άλλης καταστάσεως», ως λόγος δηλαδή πάνω στον οποίο καμία αυθαίρετη
διάκριση δεν μπορεί να επιτραπεί. Ως εκ τούτο, η υπόθεση εξετάστηκε υπό το
πρίσμα του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το
άρθρο 8 (δικαίωμα στην προσωπική και οικογενειακή ζωή).
Παρόλο που το Δικαστήριο σημείωσε
ότι το άρθρο 8 μπορεί να περιοριστεί για χάριν της προστασία της δημόσιας
υγείας, ξεκαθάρισε πως οι φορείς του ιού HIV αποτελούν μία ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα η οποία
έχει υποστεί σοβαρές συστημικές διακρίσεις στο παρελθόν και, ως εκ τούτου, το
Κράτος απολαμβάνει ένα ιδιαίτερα στενό (ήτοι «narrow») «περιθώριο εκτίμησης» ως προς την ισότητα
μεταχείρισης τους με άλλα άτομα. Πιο
συγκεκριμένα, ανέφερε ότι:
«Since the onset of the epidemic in the 1980s,
people living with HIV/Aids have suffered from widespread stigma and exclusion,
including within the Council of Europe region… Ignorance about how the disease spreads has bred prejudice which, in
turn, has stigmatised or marginalised those who carry the virus…Despite the
recent considerable progress in HIV prevention and improved access to HIV
treatment, stigma and related discrimination against people living with
HIV/Aids have remained a subject of great concern for all international
organisations active in the field of HIV/Aids…The Court therefore considers
that people living with HIV are a vulnerable group with a history of prejudice
and stigmatisation and that the State should be afforded only a narrow margin
of appreciation in choosing measures that single out this group for
differential treatment on the basis of their HIV status.»
Υπογράμμισε δε ότι
ειδήμονες και διεθνή σώματα πλέον συμφωνούν ότι περιορισμοί στη διεθνή
μετακίνηση φορέων του ιού δεν μπορούν να δικαιολογηθούν στη βάση της προστασίας
της δημόσιας υγείας – παρόλο που τέτοιοι περιορισμοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν
αποδεκτοί για άλλες μεταδοτικές ασθένειες όπως η χολέρα ή ο κίτρινος πυρετός.
Επικρίνοντας την
καθολικότητα του μέτρου και την έλλειψη εξατομίκευσης της κάθε περίπτωσης,
κατέληξε ότι τέτοιοι περιορισμοί όχι μόνο δεν περιορίζουν επιτυχώς την διασπορά
του ιού, αλλά οι περιορισμοί οι ίδιοι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία
αφού συντείνουν στην ενίσχυση της λανθασμένης εντύπωσης ότι ο ιός HIV αποτελεί «ξένο πρόβλημα». Συγκεκριμένα, παρέπεμψε
σε απόσπασμα από UNAIDS/IOMStatement (2004) το οποίο σημειώνει τα εξής:
«Restrictive measures can in fact run counter
to public health interests, since exclusion of HIV-infected non-nationals adds
to the climate of stigma and discrimination against people living with HIV and
Aids, and may thus deter nationals and non-nationals alike from coming forward
to utilise HIV prevention and care services. Moreover, restrictions against
non-nationals living with HIV may create the misleading public impression that
HIV/Aids is a ‘foreign’ problem that can be controlled through measures such as
border controls, rather than through sound public health education and other
prevention methods.»
Στη βάση αυτή έκρινε
παραβίαση των προαναφερόμενων άρθρων.
Φυσικά τα επιχειρήματα
που αναφέρθηκαν, όπως και η σχετική συμφωνία μεταξύ διεθνών σωμάτων, δεν είναι κάποια
πρόσφατη εξέλιξη. Στην πραγματικότητα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε
προειδοποιήσει ήδη από τις αρχές της πανδημίας του HIV, σε έκθεση του 1987, ότι ο έλεγχος αλλοδαπών ταξιδιωτών στην χώρα,
και ο αποκλεισμός φορέων του ιού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματικό
μέτρο εναντίον της εξάπλωση του ιού. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στα συμπέρασμα: «no
screening programme of international travellers canprevent the introduction and
spread of HIV infection».Παρόμοια θέση εκφράστηκε και στην ανακοίνωση της 45ης συνεδρίας του World Health Assembly το 1992, όπου σημειώθηκε ότι: «…recognizing
that there is no public health rationale for any measures that limit the rights
of theindividual, notably measures establishing mandatory screening».
Στην μεταγενέστερη απόφαση
του 2016, και πάλι ενώπιον του ΕΔΑΔ και εναντίον της Ρωσίας, Novruk and others v. Russia, οι
Ρωσικές αρχές αρνήθηκαν να εκδώσουν άδεια προσωρινής παραμονής στους 5
προσφεύγοντες, λόγω του ότι ήταν φορείς του ιού HIV. Το ΕΔΑΔ, εξέτασε και πάλι τα παράπονα υπό το
πρίσμα του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, λόγω του ότι όλοι οι προσφεύγοντες
διατηρούσαν οικογενειακούς δεσμούς με άτομα που διέμεναν μόνιμα στη Ρωσία.
Επαναλαμβάνοντας τις αρχές που έθεσε στην προγενέστερη απόφασή του, το
Δικαστήριο προχώρησε σημειώνοντας ότι η προσέγγιση των Ρωσικών αρχών βασιζόταν
στην ατεκμηρίωτη και λανθασμένη εντύπωση ότι οι φορείς του ιού που δεν ήταν
Ρώσοι υπήκοοι αποτελούσαν μεγαλύτερο κίνδυνο μετάδοσης του ιού από ότι φορείς
που ήταν Ρώσοι υπήκοοι.
Περαιτέρω, δεν υπήρχαν
εξατομικευμένα στοιχεία ότι κάποιος από τους προσφεύγοντες αποτελούσε πράγματι
κίνδυνο για την δημόσια υγεία (π.χ. λόγω συμπεριφοράς, προηγούμενου
περιστατικού κτλ.). Τέλος, υπογραμμίζοντας ότι πλέον υπάρχει διεθνής ομοφωνία
ότι θα πρέπει να αναθεωρούνται τα όποια παραμένοντα νόμιμα μέτρα στοχεύουν στον
περιορισμό της εισόδου και παραμονής αλλοδαπών φορέων του ιού, οι οποίοι
αποτελούν μία ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα, έκρινε και πάλι παραβίαση των εν λόγω
άρθρων, σημειώνοντας ότι το πρόβλημα αυτό έχει αναδειχθεί ως συστημικό σε σχέση
με την Ρωσία. Η απόφαση του Δικαστηρίου έδωσε έμφαση στην έλλειψη νόμιμων και
αντικειμενικών βάσεων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοια διακριτική
μεταχείριση:
«In sum, the Court finds that, in the light of
the overwhelming European and international consensus geared towards abolishing
the outstanding restrictions on entry, stay and residence of HIV-positive non‑nationals
who constitute a particularly vulnerable group, the respondent Government have
not advanced compelling reasons or any objective justification for their
differential treatment for health reasons.»
Ενδιαφέρον επίσης
παρουσιάζει και η απόφαση Andrea Vandom v. Republic of Korea (2013), της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, η οποία δέχεται
ατομικές προσφυγές για παραβιάσεις των άρθρων της Διεθνής Σύμβασης για τα
Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Η υπόθεση αφορούσε υπήκοο των ΗΠΑ η οποία
εργαζόταν ως εκπαιδευτικός σε σχολείο της Κορέας. Λόγω της θέσης της, υπόκειτο
σε αναγκαστική εξέταση για την παρουσία παράνομων ναρκωτικών και του ιού HIV στο αίμα της, ως απαραίτητη προϋπόθεση για ανανέωση της άδεια παραμονή της.
Το εν λόγω μέτρο στόχευε συγκεκριμένα σε εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν ήταν
Κορεάτικης καταγωγής ή υπηκοότητας. Η προσφεύγουσα με επιστολή της προς τις
αρχές αρνήθηκε να προβεί στην εν λόγω εξέταση με την θέση ότι το μέτρο αυτό
αποτελούσε αυθαίρετη διάκριση εις βάρος των δικαιωμάτων της.
Οι αρχές
ενέμειναν στην θέση τους, ασκώντας πίεση μέσω του σχολείου που εργαζόταν, αφού
χωρίς ανανέωση της άδειας παραμονής δεν θα τις επιτρεπόταν να συνεχίζει να
εργάζεται. Αυτό οδήγησε σε πίεση από την διοίκηση του σχολείου, και τους
συναδέλφους της, αφού θεώρησαν ότι η άρνησή της εκθέτη τους γύρω της σε
κίνδυνο. Ως αποτέλεσμα, η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να παραιτηθεί της θέσης της
και να εγκαταλείψει το Κράτος ώστε να αποφύγει την απέλαση. Κρίνοντας παραβίαση
του άρθρου 26, η Επιτροπή σημείωσε:
«…The Committee further notes that the
International Task Team on HIV-related Travel
Restrictions has found that no State that has enacted
HIV-related travel restrictions had
been able to demonstrate that they are justified and
rational. The Committee further notes
that the International Guidelines on HIV/AIDS and
Human Rights provide that “it is
evident that coercive public health measures drive
away the people most in need of such
services and fail to achieve their public health
goals of prevention through behavioural
change, care and health support”. […] In the light of these circumstances the
Committee finds that the State party has not
demonstrated that the mandatory HIV/AIDS
and drug testing policy for E-2 visa holders and
applicants was based on objective and
reasonable grounds or in the interest of public health
or public order.»
Αξίζει να σημειωθεί ότι
οι πιο πάνω αποφάσεις διαφοροποιούνται από τηνυπόθεση Ndangoya v. Sweden(2004) ενώπιον του ΕΔΑΔ, όπου εκεί υπήρχαν εξατομικευμένα
στοιχεία ότι ο προσφεύγοντας, φορέας του ιού, αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια
υγεία, με βάση την συμπεριφορά του. Συγκεκριμένα είχε ήδη καταδικαστεί στο
παρελθόν για το αδίκημα ερωτικής συνεύρεσης χωρίς αποκάλυψη ότι φέρει τον ιό.
Πτυχές Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων
Εφαρμόζοντας τις αρχές
που απορρέουν από τις πιο πάνω αποφάσεις στα δεδομένα του Κυπριακού
περιστατικού, με τον αλλοδαπό, φοιτητή φορέα του ιού, φαίνεται πως θα υπήρχαν
υψηλές πιθανότητες καταδίκης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πιθανή υπόθεση
ενώπιον του ΕΔΑΔ ή άλλου διεθνούς οργάνου. Σίγουρα, στο βαθμό που υπήρχε
έλλειψη έρευνας στα περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, και παράλειψη
εξατομίκευσης της απόφασης, επιδεικνύοντας μία «καθολικότητα» στην εφαρμογή του
κανόνα από τις αρχές, η απόφαση είναι επιλήψιμη διότι απέλαση ατόμου λόγω της
παρουσίας του ιού δικαιολογείται μόνο εφόσον υπάρχουν εξατομικευμένες ειδικές
περιστάσεις που τον καθιστούν κίνδυνο προς τη δημόσια.
Σε σχέση με τις ρυθμίσεις
του Κυπριακού νόμου, στο βαθμό που βασίζουν την νομιμότητα απέλασης ή
απαγόρευσης εισόδου σε αλλοδαπούς φορείς του ιού HIV πάνω στην προστασία της δημόσιας υγείας, ο νόμος
πιθανόν να είναι τρωτός, καθώς το ΕΔΑΔ έχει ήδη κρίνει ότι αυτή καθαυτή η
παρουσία ενός αλλοδαπού φορέα δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόματα και απαραίτητα ως
κίνδυνος για την δημόσια υγεία. Βέβαια, το άρθρο του νόμου δεν αναφέρεται ρητά
στον ιό του HIV, αλλά σε κάθε μεταδοτική ασθένεια η oπoία «κατάτηγvώμητoυ ιατρoύ,
απoτελείκίvδυvoστηδημόσια υγεία». Το
παράδοξο, όμως, της ρύθμισης αυτής σε σχέση με φορείς του ιού HIV είναι ότι καμία γνώμη ιατρού βασιζόμενη
αποκλειστικά στην κατάσταση υγείας ατόμου δεν θα μπορούσε νόμιμα να
δικαιολογήσει την ενεργοποίηση του. Το ΕΔΑΔ έχει ήδη κρίνει ότι οι λόγοι που θα
επέτρεπαν νόμιμα τη διακριτική μεταχείριση φορέα του ιού, όσον αφορά περιορισμό
εισόδου και παραμονής στη χώρα, πρέπει να αφορούν την συμπεριφορά του ατόμου,
και δη τη σεξουαλική του συμπεριφορά, και όχι αποκλειστικά την κατάσταση υγείας
του.
Κλείνοντας, υπάρχουν
ακόμη δύο ενδιαφέρουσες πτυχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αξίζει να αναφερθούν.
Πρώτον, στο βαθμό που η απόφαση απέλασης του φοιτητή δημιουργεί (εμμέσως αλλά
απαραίτητα) απαράβατο εμπόδιο στην πρόσβαση του φοιτητή στην εκπαίδευση που
λαμβάνει, τα παράπονα του θα μπορούσαν να εξεταστούν και υπό το πρίσμα ή σε
συνδυασμό με το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτόκολλου που συνοδεύει την ΕΣΔΑ, το οποίο
προστατεύει το δικαίωμα στην εκπαίδευση και την ισότητα πρόσβασης. Δεύτερον,
παρατηρείται η διεθνής τάση ένταξης των φορέων του ιού HIV εντός της έννοιας της «αναπηρίας», και η όποια σχετική διάκριση θα μπορούσε
πιθανόν να εξεταστεί και υπό αυτό το πρίσμα. Τέτοια θέση έχουν εκφράσει διάφορα
διεθνή σώματα, όπως όργανα του ΟΗΕ, ενώ ο Αμερικάνικος Νόμος «Αμερικανοί με Αναπηρίες» (‘Americans with Disabilities Acts’) έχει ήδη αναγνωρίσει τους φορείς του ιού ως άτομα με αναπηρίες.
* Ο Δρ. Ανδρέας Χατζηγεωργίου είναι δικηγόρος (με το γραφείο Ανδρέα Σ. Αγγελίδη Δ.Ε.Π.Ε.) και ακαδημαϊκός διδάσκοντας (στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου). Είναι απόφοιτος του Πανεπιστημίου Σάρρεϋ (Αγγλία) με δίπλο προπτυχιακό τίτλο 'Law with International Studies', απόφοιτος του Πανεπιστημίου Βιέννης (Αυστρία) με μεταπτυχιακό τίτλο 'Legal Theory', και έχει υπερασπιστεί επιτυχώς δύο διδακτορικούς τίτλους, στη Νομική και τη (Νομική) Φιλοσοφία, από τα Πανεπιστήμια της Αμβέρσας (Βέλγιο) και Γκρόνινγκεν (Ολλανδία). Περαιτέρω, έχει συμπληρώσει όλα τα μαθήματα για το μεταπτυχιακό τίτλο 'Ιστορία της Φιλοσοφίας' από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα), και έχει μεταβεί για ακαδημαϊκή έρευνα στα Πανεπιστήμια της Γλασκώβης (Σκωτία) και της Ουτρέχτης (Ολλανδία). Πέρα από τις ακαδημαϊκές σπουδές, ο Ανδρέας έχει αφιερώσει αρκετές φορές το χρόνο του για εθελοντισμό, όπως κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Θεσσαλονική όπου, μαζί με τον οργανισμό 'Save the Children' και ‘Arsis’, εργάστηκε εθελοντικά στον προσφυγικό καταυλισμό της Ειδομένης
Σχόλια