Η καθιέρωση και εισαγωγή της έννοιας της Γυναικοκτονίας στην Κυπριακή έννομη τάξη μετά από πρωτοβουλία της Προέδρου της Βουλής κ.Αννιτας Δημητρίου, αποτελεί εφαρμογή της προσαρμοστικότητας αυτής του ποινικού δικαίου στο κοινωνικό δρώμενο.
Η γυναικοκτονία διαφέρει από τις άλλες μορφές δολοφονίας επειδή ακριβώς σχετίζεται με το φύλο, αποτελεί φόνο ανθρώπου επειδή είναι γυναίκα. Συνιστά ειδική πτυχή εντασσόμενη στο ρατσιστικό έγκλημα και ως τέτοια θα πρέπει να προβλέπεται και περιγράφεται στο νόμο.
Οι βαθύτερες αιτίες της γυναικοκτονίας διαφέρουν από άλλους τύπους δολοφονιών και σχετίζονται με τη θέση των γυναικών στην κοινωνία, τις διακρίσεις κατά των γυναικών, τους ρόλους των φύλων, την άνιση κατανομή εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα συνήθη στερεότυπα και χρόνιες νοοτροπίες που στηρίζονται στη διάκριση των δύο φύλων, τις προκαταλήψεις και την βία κατά των γυναικών.
Η πλειοψηφία των γυναικοκτονιών εκκινούν από την αντίληψη της γυναίκας ως κατώτερης από τον άνδρα, ή/και «κτήματος» ή «ιδιοκτησίας» του συζύγου/συντρόφου της. Η νοσηρή αυτή αντίληψη, αποτέλεσμα χρόνιας κοινωνικής παθογένειας, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό του μισογυνισμού, της κακοποίησης, λεκτικής , ψυχολογικής και σωματικής , η οποία στην αποκορύφωσή της φτάνει στη δολοφονία.
Όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαφοροποιούν στην ουσία το αδίκημα της γυναικοκτονίας από την ανθρωποκτονία, εξειδικεύοντάς το ως έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Την ορολογία αυτή χρησιμοποιεί και ο Ελληνικός Ποινικός Κώδικας, σύμφωνα με τον οποίο, το ρατσιστικό έγκλημα όπως προβλέπεται ρητά στο άρθρο 82Α, οριοθετείται ως έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
Τα επιχειρήματα που στηριζονται στη λογική «αφου και η δολοφονία γυναικας είναι ανθρωποκτονία, αρα είναι περιττή η γυναικοκτονία» παραβλέπουν την προσαρμογή και ενσωμάτωση του κοινωνικού αντίκτυπου από το ποινικό φαινόμενο. Με τη λογική αυτή, δεν θα έπρεπε να θεσπισθεί η ηλεκτρονική απάτη, αφού συνιστά έτσι κι αλλιώς απάτη κ.ο.κ.
Η γυναικοκτονία, επομένως δεν ταυτίζεται με τη δολοφονία, γιατί σύμφωνα με όλα τα χαρακτηριστικά και τις αιτίες της, αντιπροσωπεύει την πιο ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών. Μια βία μάλιστα που αυξάνει παγκοσμίως, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρείται, και σε κάποιο βαθμό έχει επιτευχθεί, μια εξισορρόπηση των ρόλων των δύο φύλων.
Πριν από χρόνια μια γυναίκα που μπορεί να ήθελε να χωρίσει τον σύζυγο/σύντροφο της δεν τολμούσε να το πράξει και υπέμεινε έναν καταναγκαστικό βίο μαζί του. Σήμερα που μια γυναίκα τολμά να εξωτερικεύσει τη θέλησή της να χωρίσει, αυτομάτως καθιστά εαυτόν υποψήφιο θύμα βίας και γυναικοκτονίας.
Η αναγνώριση και κατανόηση της γυναικοκτονίας σε επίπεδο ποινικής δικαιοσύνης, και όχι απλά συμβολικά, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών και αποδοτικών μέτρων για την εξάλειψη και την πρόληψή της.
Ο χαρακτηρισμός της γυναικοκτονίας ως συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος όχι μόνο θα λειτουργήσει αποτελεσματικότερα για σκοπούς γενικής και ειδικής πρόληψης αλλά και μετά την τέλεση του αδικήματος, θα επιτρέπει την αποτελεσματική έρευνα, τον έγκαιρο εντοπισμό του δράστη και των κινήτρων του και την παραδειγματική τιμωρία του.
Σχόλια