Καταχρηστικές ρήτρες σε ενυπόθηκα δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Απόφαση του ΔΕΕ της 21.9.2023 στην υπόθεση C‑139/22
Σημαντική απόφαση εξέδωσε στις 21 Σεπτεμβρίου 2023 το ΔΕΕ στην υπόθεση C‑139/22, αναφορικά με καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων δανείων σε ξένο νόμισμα που συνάπτονται με καταναλωτές και τα κριτήρια εκτίμησης του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας μετατροπής, καθώς επίσης και για την υποχρέωση ενημέρωσης του καταναλωτή πριν από τη σύναψη του δανείου.
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από πολωνικό δικαστήριο στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ καταναλωτών και πολωνικής τράπεζας και αφορά στην ερμηνεία της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές.Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Βαρσοβίας υπέβαλε στο Δικαστήριο της ΕΕ τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 8 της οδηγίας [93/13], καθώς και η αρχή της αποτελεσματικότητας, την έννοια ότι, για να κριθεί καταχρηστική μια συμβατική ρήτρα που δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης αρκεί να διαπιστωθεί ότι τοπεριεχόμενο της ρήτρας αυτής αντιστοιχεί στο περιεχόμενο ρήτραςτυποποιημένης συμβάσεως που έχει καταχωρισθεί στο μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών;
2) Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι αντιτίθεται σε [εθνική νομολογία] σύμφωνα με την οποία μια καταχρηστική συμβατική ρήτρα αποβάλλει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της όταν ο καταναλωτής δύναται να επιλέξει να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις του βάσει άλλης συμβατικής ρήτρας που δεν είναι καταχρηστική;
3) Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι ο επαγγελματίας υποχρεούται να ενημερώνει κάθε καταναλωτή για τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της σύμβασης και τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύμβαση, ακόμη και αν ο εν λόγω καταναλωτής έχει ουσιαστικές γνώσεις στον συγκεκριμένο τομέα;
4) Έχουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος [1], και το άρθρο 7,παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] την έννοια ότι, όταν περισσότεροι καταναλωτές συνάπτουν την ίδια σύμβαση με έναν και τον αυτό επαγγελματία, οι ίδιες συμβατικές ρήτρες μπορούν να θεωρηθούν καταχρηστικές έναντι τουπρώτου καταναλωτή και μη καταχρηστικές έναντι του δεύτερου και, σε τέτοια περίπτωση, μπορεί τούτο να έχει ως συνέπεια να είναι η σύμβαση άκυρη όσοναφορά τον πρώτο καταναλωτή και έγκυρη όσον αφορά τον δεύτερο καταναλωτή, ώστε ο τελευταίος να βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση;»
Ακολουθεί η απόφαση του ΔΕΕ επί των προδικαστικών ερωτημάτων:
"Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
33 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, καθώς και το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στο να θεωρείται καταχρηστική από τις οικείες εθνικές αρχές συμβατική ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, για τον λόγο και μόνον ότι το περιεχόμενό της είναι ισοδύναμο με το περιεχόμενο ρήτρας τυποποιημένης συμβάσεως καταχωρισμένης στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών.
34 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το σύστημα προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 93/13 βασίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, τόσο ως προς τη διαπραγματευτική ισχύ όσο και ως προς το επίπεδο της πληροφορήσεως (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, BRD Groupe Societé Générale et Next Capital Solutions, C‑200/21, EU:C:2023:380, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Επομένως, κατ’ αρχάς, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του ενδιαφερόμενου καταναλωτή σημαντική ανισορροπία μεταξύ των απορρεόντων από τη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών και, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, μια τέτοια καταχρηστική ρήτρα δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Σκοπός της τελευταίας αυτής διατάξεως είναι να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με μια πραγματική ισορροπία η οποία αποκαθιστά την ισότητα μεταξύ τους (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, BRD Groupe Societé Générale et Next Capital Solutions, C‑200/21, EU:C:2023:380, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
36 Περαιτέρω, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που έγκειται στην προστασία των καταναλωτών οι οποίοι βρίσκονται σε τέτοια ασθενέστερη θέση, το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, σε συνδυασμό με την εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα προκειμένου να παύσει η χρήση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές (απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, BRD Groupe Societé Générale et Next Capital Solutions, C‑200/21, EU:C:2023:380, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
37 Όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, τα προαναφερθέντα μέσα περιλαμβάνουν τη δυνατότητα προσώπων ή οργανισμών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών να προσφεύγουν στα δικαστήρια προκειμένου να κριθεί αν ρήτρες οι οποίες έχουν καταρτιστεί για γενικευμένη χρήση έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα και να επιτυγχάνουν, ενδεχομένως, την απαγόρευσή τους (απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Invitel, C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 36).
38 Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή αφορώσα συγκεκριμένη σύμβαση, δεν συντρέχει λόγος να δοθεί στο πρώτο ερώτημα απάντηση υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13.
39 Τέλος, κατά τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, η εν λόγω οδηγία προβαίνει μόνο σε μερική και ελάχιστη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα, τηρουμένης της Συνθήκης ΛΕΕ, να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της οδηγίας. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη Συνθήκη ΛΕΕ, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Τράπεζα Πειραιώς, C‑243/20, EU:C:2021:1045, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Όσον αφορά δε το εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι ένας μηχανισμός όπως το μητρώο αυτό, ο οποίος συνίσταται στην κατάρτιση καταλόγου των ρητρών που πρέπει να θεωρούνται καταχρηστικές, εμπίπτει στις αυστηρότερες διατάξεις τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ δυνάμει του άρθρου 8 της οδηγίας 93/13 (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Matei, C‑143/13, EU:C:2015:127, σκέψη 61) και ότι το μητρώο αυτό ανταποκρίνεται, κατ’ αρχήν, στο συμφέρον της προστασίας των καταναλωτών (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner», C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 36).
41 Πράγματι, η διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας επίμαχης συμβατικής ρήτρας βάσει συγκρίσεως του περιεχομένου της με το περιεχόμενο ρήτρας καταχωρισμένης στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών μπορεί να συμβάλει ταχέως στο να παύσουν οι καταχρηστικές ρήτρες που χρησιμοποιούνται σε μεγάλο αριθμό συμβάσεων να παράγουν αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στις συμβάσεις αυτές.
42 Για τον λόγο αυτόν, εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει, πάντοτε βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 93/13, ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας, σε συνδυασμό με το σημείο 1 του παραρτήματος της οδηγίας, κηρύσσοντας καταχρηστικές, εν γένει, τις τυποποιημένες ρήτρες που απαριθμούνται στο σημείο αυτό, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξέταση βάσει των κριτηρίων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Lovasné Tóth, C‑34/18, EU:C:2019:764, σκέψη 47).
43 Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εφόσον η διαχείριση του εθνικού μητρώου μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών γίνεται με διαφάνεια, προς το συμφέρον όχι μόνον των καταναλωτών, αλλά και των επαγγελματιών, και εφόσον το μητρώο ενημερώνεται, τηρουμένης της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η δημιουργία του συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner», C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψη 36).
44 Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εφαρμογή του μηχανισμού του μητρώου μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών προϋποθέτει εκτίμηση, από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο, της ισοδυναμίας της επίμαχης συμβατικής ρήτρας με ρήτρα γενικών όρων η οποία έχει κριθεί μη επιτρεπτή και έχει καταχωρισθεί στο μητρώο αυτό και ότι ο ενδιαφερόμενος επαγγελματίας έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εν λόγω ισοδυναμία ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων που προσιδιάζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η εν λόγω συμβατική ρήτρα είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των αποτελεσμάτων που παράγει, με τη ρήτρα που έχει καταχωριστεί στο εν λόγω μητρώο (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Biuro podróży «Partner», C‑119/15, EU:C:2016:987, σκέψεις 40 έως 42).
45 Εξάλλου, πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να προβλέπουν, στο εσωτερικό τους δίκαιο, αυτεπάγγελτη εξέταση ευρύτερη εκείνης στην οποία οφείλουν να προβαίνουν τα δικαστήριά τους δυνάμει της οδηγίας αυτής, ακόμη δε και απλουστευμένες διαδικασίες εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, εντούτοις, κατά γενικό κανόνα, ο εθνικός δικαστής εξακολουθεί να υποχρεούται να ενημερώνει τους διαδίκους σχετικά με την εκτίμηση αυτή και να τους καλεί να συζητήσουν επ’ αυτής κατ’ αντιμωλίαν, σύμφωνα με τους τύπους που προβλέπουν συναφώς οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner, C‑511/17, EU:C:2020:188, σκέψεις 41 και 42).
46 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8 της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να θεωρείται καταχρηστική από τις οικείες εθνικές αρχές συμβατική ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, για τον λόγο και μόνον ότι το περιεχόμενό της είναι ισοδύναμο με το περιεχόμενο ρήτρας τυποποιημένης συμβάσεως καταχωρισμένης στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
47 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία, λόγω των προβλεπόμενων σε αυτήν όρων εκπληρώσεως ορισμένων υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική μπορεί να αποβάλει τον χαρακτήρα αυτόν λόγω άλλης ρήτρας της ίδιας σύμβασης η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις αυτές υπό διαφορετικούς όρους.
48 Κατά πάγια νομολογία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό αφορά τόσο την ερμηνεία της έννοιας της «καταχρηστικής ρήτρας», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας και στο παράρτημά της, όσο και τα κριτήρια τα οποία ο εθνικός δικαστής δύναται ή οφείλει να εφαρμόζει κατά την εξέταση συμβατικής ρήτρας υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας, εξυπακουομένου ότι στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να αποφανθεί, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια αυτά, επί του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού ορισμένης συμβατικής ρήτρας βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Εξ αυτού συνάγεται ότι το Δικαστήριο πρέπει να παράσχει στον εθνικό δικαστή απλώς και μόνο στοιχεία τα οποία αυτός οφείλει να λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2022, Caisse régionale de Crédit mutuel de Loire‑Atlantique et du Centre Ouest, C‑600/21, EU:C:2022:970, σκέψη 38).
49 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 5 της οδηγίας 93/13, αν, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η ρήτρα αυτή πληροί τις απαιτήσεις καλής πίστεως, ισορροπίας και διαφάνειας που επιβάλλει η οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Abanca Corporación Bancaria και Bankia, C‑70/17 και C‑179/17, EU:C:2019:250, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Βεβαίως, προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αγωγή της οποίας έχει επιληφθεί, πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις λοιπές ρήτρες της οικείας συμβάσεως (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Dexia Nederland, C‑229/19 και C‑289/19, EU:C:2021:68, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), στο μέτρο που, αναλόγως του περιεχομένου της συμβάσεως αυτής, μπορεί να είναι αναγκαίο να εκτιμηθεί το σωρευτικό αποτέλεσμα όλων των ρητρών της (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2020, Lintner, C‑511/17, EU:C:2020:188, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
51 Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, να λαμβάνει υπόψη αποκλειστικώς την ημερομηνία συνάψεως της οικείας συμβάσεως και να εκτιμά, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη αυτή, αν η εν λόγω ρήτρα ενείχε, αυτή καθεαυτήν, ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, προς όφελος του επαγγελματία, τούτο δε ακόμη και αν η ανισορροπία αυτή θα μπορούσε να προκύψει μόνο σε περίπτωση επελεύσεως ορισμένων περιστάσεων ή αν, υπό άλλες περιστάσεις, η εν λόγω ρήτρα θα μπορούσε ακόμη και να αποβεί προς όφελος του ενδιαφερόμενου καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Dexia Nederland, C‑229/19 και C‑289/19, EU:C:2021:68, σκέψεις 54 και 55).
52 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση δανείου περιέχει ρήτρες των οποίων το περιεχόμενο είναι ισοδύναμο με το περιεχόμενο ρητρών καταχωρισμένων στο εθνικό μητρώο μη επιτρεπτών συμβατικών ρητρών οι οποίες υποχρεώνουν τον δανειολήπτη να εξοφλήσει δάνειο συνδεδεμένο με ξένο νόμισμα μόνο σε εθνικό νόμισμα, κατόπιν μετατροπής βάσει συναλλαγματικής ισοτιμίας καθοριζόμενης ελεύθερα από την οικεία τράπεζα.
53 Επιπλέον, η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση δανείου περιέχει και άλλες ρήτρες οι οποίες παρέχουν στους ενάγοντες της κύριας δίκης τη δυνατότητα να εξοφλήσουν το επίμαχο δάνειο κατευθείαν σε ελβετικά φράγκα, όπερ συνεπάγεται ότι αυτοί μπορούν να λαμβάνουν το ποσό που πρέπει να εξοφλούν μηνιαίως στο νόμισμα αυτό από το τραπεζικό ίδρυμα της επιλογής τους, χωρίς, επομένως, να αφήνουν την mBank να καθορίζει ελεύθερα το ποσό αυτό. Επομένως, όπως υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι άλλες αυτές ρήτρες συνιστούν εναλλακτικό τρόπο για την εξόφληση του δανείου από τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή σε σχέση με εκείνον που προβλέπουν οι ρήτρες για τις οποίες γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη.
54 Από τη σκέψη 23 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει όμως ότι οι τελευταίες αυτές ρήτρες κρίθηκαν καταχρηστικές για τον λόγο ότι παρέχουν στην οικεία τράπεζα το δικαίωμα να καθορίζει ελεύθερα τη συναλλαγματική ισοτιμία και, ως εκ τούτου, το ποσό της προς εκπλήρωση παροχής και δημιουργούν, κατά τον τρόπο αυτόν, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, προς όφελος του ενδιαφερόμενου επαγγελματία. Επομένως, το γεγονός ότι η ανισορροπία αυτή ενδέχεται να μην προκύψει, λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής αποφασίζει, κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της συμβάσεως, να χρησιμοποιήσει τους προβλεπόμενους από τη σύμβαση εναλλακτικούς τρόπους εξοφλήσεως του δανείου, δεν επηρεάζει, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως, την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των τελευταίων αυτών ρητρών καθεαυτές.
55 Πρέπει να προστεθεί ότι αν έχουν συμπεριληφθεί, σε σύμβαση συναπτόμενη με καταναλωτή, δύο εναλλακτικές ρήτρες οι οποίες αφορούν την εκπλήρωση της ίδιας υποχρεώσεως του καταναλωτή, εκ των οποίων η μία είναι καταχρηστική και η άλλη μη καταχρηστική, ο ενδιαφερόμενος επαγγελματίας μπορεί να «ποντάρει» στο ότι, λόγω ελλείψεως πληροφορήσεως, προσοχής ή κατανόησης, ο καταναλωτής θα εκπληρώσει την οικεία υποχρέωση σύμφωνα με τη ρήτρα που δημιουργεί εις βάρος του σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, ένας τέτοιος συμβατικός μηχανισμός μπορεί να έχει αυτός καθεαυτόν καταχρηστικό χαρακτήρα.
56 Εξάλλου, η μη διαπίστωση της ακυρότητας καταχρηστικής ρήτρας θα μπορούσε να υπονομεύσει την επίτευξη του μακροπρόθεσμου σκοπού του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13, ο οποίος συνίσταται στην παύση της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές.
57 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία, λόγω των προβλεπόμενων σε αυτήν όρων εκπληρώσεως ορισμένων υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου καταναλωτή, πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική δεν μπορεί να αποβάλει τον χαρακτήρα αυτόν λόγω άλλης ρήτρας της ίδιας σύμβασης η οποία προβλέπει τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του υπό διαφορετικούς όρους.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
58 Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αποσκοπεί στην ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, αφορά την απαίτηση διαφάνειας που βαρύνει τον επαγγελματία, πριν από τη σύναψη συμβάσεως δανείου συνδεόμενου με ξένο νόμισμα, έναντι του υποψήφιου δανειολήπτη όταν ο τελευταίος είναι υπάλληλός του. Εντούτοις, η εν λόγω απαίτηση διαφάνειας προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, όσον αφορά ρήτρες όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, η δε έννοια του «καταναλωτή» ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας.
59 Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι ο επαγγελματίας έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή για τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συναφθείσας συμβάσεως και για τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύμβαση αυτή, έστω και αν ο εν λόγω καταναλωτής είναι υπάλληλός του και έχει ουσιαστικές γνώσεις στον τομέα της ως άνω συμβάσεως.
60 Υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση διαφάνειας των συμβατικών ρητρών, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι επιβάλλει όχι μόνον να είναι η οικεία ρήτρα κατανοητή για τον καταναλωτή από τυπικής και γραμματικής απόψεως, αλλά και να δύναται ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, να κατανοήσει τη συγκεκριμένη λειτουργία της εν λόγω ρήτρας και έτσι να αξιολογήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας για τις χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις του (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Η αναφορά αυτή στον μέσο καταναλωτή αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο. Εξάλλου, η έννοια του «καταναλωτή», κατά το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα και δεν εξαρτάται από τις συγκεκριμένες γνώσεις που μπορεί να έχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ούτε από τις πληροφορίες που πράγματι διαθέτει το πρόσωπο αυτό (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
62 Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συμβάσεις δανείου που συνδέονται με ξένο νόμισμα, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση διαφάνειας των συμβατικών ρητρών συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο επαγγελματίας πρέπει να ενημερώνει σαφώς τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή για το γεγονός ότι, συνάπτοντας τέτοια σύμβαση, εκτίθεται σε συναλλαγματικό κίνδυνο τον οποίο, ενδεχομένως, θα του είναι οικονομικά δύσκολο να φέρει σε περίπτωση υποτίμησης του νομίσματος στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του. Επιπλέον, ο επαγγελματίας πρέπει να εκθέτει στον καταναλωτή τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους εγγενείς κινδύνους της σύναψης τέτοιας σύμβασης (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
63 Οι πληροφορίες που παρέχει ο επαγγελματίας πρέπει να καθιστούν δυνατό στον μέσο καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, όχι μόνο να αντιληφθεί ότι, ανάλογα με τις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η εξέλιξη της ισοτιμίας μεταξύ του λογιστικού νομίσματος και του νομίσματος πληρωμής ενδέχεται να έχει δυσμενείς συνέπειες για τις χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις του, αλλά και να κατανοήσει, στο πλαίσιο της συνάψεως δανείου συνδεδεμένου με ξένο νόμισμα, τον πραγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως δανείου, στην περίπτωση σημαντικής υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του σε σχέση με το λογιστικό νόμισμα (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, BNP Paribas Personal Finance, C‑776/19 έως C‑782/19, EU:C:2021:470, σκέψη 72).
64 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που περιβάλλουν τη σύναψη της συμβάσεως, αν γνωστοποιήθηκαν στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή όλα τα στοιχεία που είναι δυνατόν να επηρεάσουν την έκταση της δεσμεύσεώς του, ώστε να είναι αυτός σε θέση να εκτιμήσει τις χρηματοοικονομικές συνέπειές της [απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2023, D.V. (Δικηγορική αμοιβή – Αρχή της ωριαίας χρεώσεως), C‑395/21, EU:C:2023:14, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].
65 Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι η AM, η οποία, από κοινού με τον PM, συνήψε σύμβαση δανείου συνδεδεμένη με ξένο νόμισμα, εργαζόταν στην mBank και διέθετε, λόγω της καταρτίσεως και της επαγγελματικής πείρας της, τις ίδιες γνώσεις σχετικά με τα ουσιώδη χαρακτηριστικά και τους συνδεόμενους με την εν λόγω σύμβαση δανείου κινδύνους με έναν καταναλωτή πιο ενημερωμένο από τον μέσο καταναλωτή.
66 Εντούτοις, από τις σκέψεις 60 και 61 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η τήρηση της επιταγής περί διαφάνειας πρέπει να ελέγχεται σε σχέση με το αντικειμενικό επίπεδο του μέσου καταναλωτή, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, στον οποίο δεν αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, ούτε ο καταναλωτής που είναι λιγότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή ούτε ο καταναλωτής που είναι περισσότερο ενημερωμένος από τον μέσο καταναλωτή.
67 Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι η προστασία την οποία παρέχει η οδηγία εξαρτάται από τους σκοπούς για τους οποίους ενεργεί ένα φυσικό πρόσωπο, ήτοι από αυτούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, και όχι από τις ιδιαίτερες γνώσεις που διαθέτει το εν λόγω πρόσωπο.
68 Αυτή η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «καταναλωτή» καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της προστασίας που παρέχει η οδηγία στο σύνολο των φυσικών προσώπων που βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά όχι μόνον το επίπεδο πληροφορήσεως, αλλά και τη διαπραγματευτική ισχύ, θέση η οποία υποχρεώνει τα φυσικά αυτά πρόσωπα να προσχωρήσουν στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορούν να ασκήσουν οποιαδήποτε επιρροή επί του περιεχομένου τους (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψεις 25 και 28).
69 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αυτό καθεαυτό το γεγονός ότι ένα φυσικό πρόσωπο συνάπτει σύμβαση, πλην της συμβάσεως εργασίας, με τον εργοδότη του δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του προσώπου αυτού ως «καταναλωτή», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13 (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Pouvin και Dijoux, C‑590/17, EU:C:2019:232, σκέψη 29).
70 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι ο επαγγελματίας έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο καταναλωτή για τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συναφθείσας με αυτόν συμβάσεως και για τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύμβαση αυτή, έστω και αν ο εν λόγω καταναλωτής είναι υπάλληλός του και έχει ουσιαστικές γνώσεις στον τομέα της ως άνω συμβάσεως.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
71 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι, όταν δύο καταναλωτές συνάπτουν μία και την αυτή σύμβαση με επαγγελματία, οι ίδιες συμβατικές ρήτρες μπορούν να θεωρηθούν καταχρηστικές έναντι του πρώτου καταναλωτή και μη καταχρηστικές έναντι του δεύτερου.
72 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, το ερώτημα αυτό υποβλήθηκε μόνο για την περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα. Δεδομένου ότι η απάντηση επί του ερωτήματος αυτού είναι καταφατική, παρέλκει η απάντηση επί του τετάρτου ερωτήματος".
Σχόλια