Η παραβίαση της υποχρέωσης εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη ως λόγος ακύρωσης της δανειακής σύμβασης
του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Η χορήγηση δανείων από τα πιστωτικά ιδρύματα χωρίς προηγούμενο έλεγχο της φερεγγυότητας των δανειοληπτών είναι γνωστό ότι οδήγησε σε πληθώρα μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών διευκολύνσεων που οδήγησαν με τη σειρά τους σε έκρηξη πλειστηριασμών.
Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας αποτελεί υποχρέωση του δανειστή που ρητώς προβλέπεται από την Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου.Το άρθρο 8 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Υποχρέωση εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή», αναφέρει τα εξής:
«1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή, βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και, εν ανάγκη, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Τα κράτη μέλη η νομοθεσία των οποίων απαιτεί από τους πιστωτικούς φορείς να αξιολογούν την πιστοληπτική ικανότητα των καταναλωτών, κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων, μπορούν να διατηρήσουν την απαίτηση αυτή.
2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν τα μέρη συμφωνήσουν να αλλάξουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσαρμόζει στα πρόσφατα δεδομένα τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον καταναλωτή και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από οιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης.»
Το άρθρο 23 της οδηγίας προβλέπει:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται εν προκειμένω πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»
Πρόσφατη απόφαση (11.1.2024) του ΔΕΕ προσφέρει ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, στην υπόθεση C‑755/22, κατόπιν αίτησης προδικαστικής αποφάσης που υπέβαλε το πρωτοδικείο Δυτικής Πράγας στην Τσεχία [1].
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, καταναλωτής στην Τσεχία συνήψε σύμβαση καταναλωτικής πίστης για 50.000 τσεχικές κορώνες (CZK) (περίπου 2.000 ευρώ) με την JET Money s.r.o., την οποία διαδέχθηκε η εταιρεία EC Financial Services. Πριν από τη σύναψη της δανειακής σύμβασης, ο καταναλωτής παρείχε ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την προσωπική και οικονομική του κατάσταση. Στη συνέχεια, εξόφλησε το δάνειο καταβάλλοντας συνολικά 85.000 CZK (περίπου 3.500 ευρώ), το οποίο περιελάμβανε τα παρεπόμενα έξοδα του δανείου (κυρίως τόκους). Σημειώνεται ότι ο εν λόγω καταναλωτής δεν προέβαλε καμία ένσταση κατά της συμφωνίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής του δανείου.
Διευκρινίζεται ότι ενάγουσα ήταν η εταιρεία Nárokuj, στην οποία ο καταναλωτής είχε εκχωρήσει τις αξιώσεις που θα μπορούσε να προβάλει κατά του πιστωτή βάσει της σύμβασης καταναλωτικής πίστης.
Ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Τσεχίας, η εταιρεία επικαλέστηκε την ακυρότητα της δανειακής σύμβασης με το σκεπτικό ότι ο πιστωτής παραβίασε την υποχρέωσή του να εκτιμήσει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή. Στο πλαίσιο της αξίωσης για αδικαιολόγητο πλουτισμό, η ενάγουσα ζήτησε την πληρωμή 35.000 CZK, που είναι η διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου της πίστωσης και του ποσού που τελικά καταβλήθηκε από τον καταναλωτή, συν τους νόμιμους τόκους υπερημερίας.
Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με την τσεχική νομοθεσία, εάν ο πιστωτής χορηγεί καταναλωτικό δάνειο σε καταναλωτή κατά παράβαση της υποχρέωσης ελέγχου της πιστοληπτικής του ικανότητας, η συμφωνία είναι άκυρη. Το δικαστήριο μάλιστα λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής υποχρεούται να επιστρέψει το κεφάλαιο του δανείου μέσα σε χρονικό διάστημα ανάλογο της οικονομικής του δυνατότητας.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο της Πράγας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο της ΕΕ το ακόλουθο προδικαστικό ερωτήμα: «Έχει η οδηγία 2008/48 ως σκοπό την επιβολή κυρώσεων σε πιστωτικό φορέα λόγω της παράλειψής του να διενεργήσει πλήρη εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, ακόμη και στην περίπτωση που ο καταναλωτής έχει εξοφλήσει πλήρως την πίστωση χωρίς να προβάλει ενστάσεις σχετικά με την οικεία σύμβαση κατά τη διάρκεια της αποπληρωμής της εν λόγω πίστωσης;»
Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε μέσω της νομολογίας του ότι η υποχρέωση των πιστωτών να ελέγχουν την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή έχει ως στόχο να καταστήσει τους πιστωτές υπόλογους και να εμποδίσει τη χορήγηση δανείων σε καταναλωτές που δεν είναι φερέγγυοι.[2]
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το γεγονός ότι, μετά την πλήρη εκτέλεση της σύμβασης πίστωσης, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι πλέον σε θέση να επικαλεστούν τις αμοιβαίες δεσμεύσεις που απορρέουν από τη σύμβαση δεν επηρεάζει την ύπαρξη απαίτησης στηριζόμενης σε υποχρέωση επιστροφής των αχρεωστήτως καταβληθέντων η οποία απορρέει από την εφαρμογή εθνικής ρύθμισης που προβλέπει κυρώσεις, σύμφωνα με όσα επιτάσσει το άρθρο 23 της οδηγίας, για την παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας υποχρέωσης του πιστωτικού φορέα να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή.[3]
Με αυτό το σκεπτικό, η αξίωση του καταναλωτή για κυρώσεις κατά του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο αποδίδεται η αθέτηση προσυμβατικής υποχρέωσης αποσυνδέεται από τη δανειακή σύμβαση και παραμένει ενεργή ακόμη και όταν η δανειακή σύμβαση θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί. Δεν έχει επίσης σημασία το γεγονός ότι ο καταναλωτής δεν προέβαλε αντιρρήσεις ή ενστάσεις σχετικά με τη συμφωνία κατά τη διάρκεια της περιόδου αποπληρωμής της πίστωσης.
Μάλιστα, το Δικαστήριο, σταθμίζοντας τις κυρώσεις της εθνικής νομοθεσίας (ακύρωση σύμβασης, επιστροφή των καταβληθέντων τόκων) με βάση την αρχή της αναλογικότητας, θεωρεί ότι αυτές δεν παραβιάζουν σε καμία περίπτωση την αρχή αυτή, υπενθυμίζοντας εν προκειμένω την προηγούμενη νομολογία του ότι, υπό το πρίσμα της ζωτικής σημασίας της υποχρέωσης αυτής στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/48, η παραβίασή της μπορεί να τιμωρηθεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, με απώλεια του δικαιώματος του πιστωτή από την είσπραξη των τόκων.[4]
Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο τόνισε τον αποτρεπτικό σκοπό της διάταξης, διαφορετικά τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα συμμορφώνονταν με την υποχρέωσή τους σύμφωνα με το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48 και θα μπορούσαν επίσης να αποθαρρυνθούν από τη διεξαγωγή συστηματικής και εξαντλητικής εξέτασης της πιστοληπτικής ικανότητας όλων των καταναλωτών στους οποίους χορηγούν πίστωση, κάτι που θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς της ενίσχυσης της ευθύνης των πιστωτικών φορέων και της πρόληψης των ανεύθυνων πρακτικών κατά τη χορήγηση πιστώσεων σε καταναλωτές.[5]
Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Nárokuj s.r.o. κατά EC Financial Services, a.s., είναι σημαντική καθώς επιβεβαιώνει ως «αυτόνομη» την αξίωση του καταναλωτή έναντι του πιστωτή για αθέτηση της προσυμβατικής υποχρέωσής του να αξιολογήσει την πιστοληπτική του ικανότητα. Αυτή η αυτονομία έγκειται στο να μη λαμβάνονται υπόψη δύο εκ πρώτης όψεως σημαντικοί παράγοντες: Αφενός, η εκπλήρωση της δανειακής σύμβασης και, αφετέρου, το γεγονός ότι ο δανειολήπτης δεν υπέστη καμία επιβλαβή συνέπεια ως άμεσο αποτέλεσμα της παραβίασης της υποχρέωσης αυτής του πιστωτή. Ως εκ τούτου, είναι μια per se αξίωση που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιστροφή των τόκων που καταβλήθηκαν λόγω ακύρωσης της σύμβασης. Η δυνατότητα άσκησης μιας τέτοιας αξίωσης εξαρτάται φυσικά από το είδος των κυρώσεων που προβλέπει κάθε εθνική δικαιοδοσία. Επίσης, η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας αξίωσης εξαρτάται από τις συνέπειες που μπορεί να έχει για τον καταναλωτή η αναγνώρισης της ακυρότητας της δανειακής σύμβασης.
Σχετικός Σύνδεσμος: Η υποχρέωση των Τραπεζών αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών στο Κυπριακό Δίκαιο και στη Νομολογία του ΔΕΕ / άρθρο του Γιώργου Καζολέα, δικηγόρου
[1] ΔΕΕ 11/1/2024 υπόθεση C-755/22 Nárokuj s.r.o. κατά EC Financial Services, a.s.,
[2] Αποφάσεις 18 December 2014, CA Consumer Finance, C‑449/13, EU:C:2014:2464, παράγραφος 35; της 5ης Μαρτίου 2020, OPR-Finance, C‑679/18, EU:C:2020:167, παράγραφος 20· και της 10ης Ιουνίου 2021, Ultimo Portfolio Investment, C‑303/20, EU:C:2021:479, παράγραφος 28.
[3] Σκέψη 39 της Απόφασης ο.π.
[4] Απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Ultimo Portfolio Investment, C‑303/20, EU:C:2021:479, παράγραφοι 39 και 40 και απόφαση της 5ης Μαρτίου 2020, OPR-Finance, C‑679/1 , EU:C:2020:167, παράγραφος 30.
[5] Σκέψη 49 της Απόφασης ο.π.
Σχόλια