Του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου
Το δικαίωμα του κατηγορούμενου στο πλαίσιο της ποινικής ακροαματικής διαδικασίας να μιλήσει τελευταίος (the Last Word Right) αποτελεί έκφανση του τεκμηρίου αθωότητας και προβλέπεται στα συστήματα ποινικής διαδικασίας της συντριπτικής πλειοψηφίας των εννόμων τάξεων.
Η χρησιμότητα του διαδικαστικού αυτού κανόνα είναι προφανής και συνοψίζεται στην επίτευξη της ισότητας των όπλων μέσω της εξισορρόπησης των δύο μερών – κατήγορου /εισαγγελέα και κατηγορουμένου – πριν την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου.Στην κυπριακή ποινική δικονομία υπήρξε πρόσφατα μια σχετική τροποποίηση στην προσπάθεια βελτίωσης μιας αναχρονιστικής δικονομικής διάταξης που έπληττε καίρια το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορούμενου.
Πριν την τροποποίηση με το νόμο 130 του 2023, το εδάφιο (2) του άρθρου 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου είχε ως εξής:
"Σε κάθε δίκη, ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος ή οι αντίστοιχοι δικηγόροι τους δύνανται να εισάγουν την υπόθεση τους εξηγώντας αυτήν σε γενικές γραμμές, και στο τέλος της δίκης, η πλευρά η οποία εκάλεσε τελευταία μάρτυρα δύναται να αγορεύσει στο δικαστήριο και η άλλη πλευρά δύναται τότε να αγορεύσει σε απάντηση:
Νοείται ότι, όταν εμφανίζεται για την κατηγορία Νομικός Λειτουργός, ο λειτουργός αυτός έχει δικαίωμα απάντησης σε όλες τις περιπτώσεις".
Σύμφωνα με αυτήν την προδήλως αντισυνταγματική ρύθμιση, η κατηγορούσα αρχή είχε τον τελευταίο λόγο στις τελικές αγορεύσεις στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορούμενος δεν καλούσε οποιοδήποτε μάρτυρα ή σε περίπτωση που εμφανιζόταν για την κατηγορία νομικός λειτουργός.
Με το νόμο του 2023, το εδάφιο (2) του άρθρου 74 του βασικού νόμου αντικαταστάθηκε από το ακόλουθο εδάφιο:
«Σε κάθε δίκη, ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος ή οι αντίστοιχοι δικηγόροι τους δύναται να εισάγουν την υπόθεσή τους, εξηγώντας αυτή σε γενικές γραμμές, και στο τέλος της δίκης, οι τελικές αγορεύσεις γίνονται με την ακόλουθη σειρά: (α) Ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του αγορεύει πρώτος∙ (β) ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του αγορεύει δεύτερος∙ και (γ) ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του έχει δικαίωμα απάντησης σε νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν στην παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και στην κατάχρηση της διαδικασίας:
Νοείται ότι, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, ο κατήγορος ή ο δικηγόρος του έχει δικαίωμα απάντησης σε οποιονδήποτε νομικό ισχυρισμό προβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του και σε οποιαδήποτε θέση προβάλλει σε σχέση με τα γεγονότα, που δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία.».
Η αναδιάταξη της σειράς των αγορεύσεων (με πρώτη του κατήγορου και δεύτερη του κατηγορουμένου) αποτελεί σίγουρα θετική, όσο και αυτονόητη, εξέλιξη, ωστόσο ο Νομοθέτης, θέλοντας να συμβιβάσει τις αθεμελίωτες ενστάσεις της Νομικής Υπηρεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά τη διαδικασία επεξεργασίας του τροποποιητικού νομοσχεδίου, προσέθεσε επιφυλάξεις που ανατρέπουν τελικά το ισοζύγιο εις βάρος της υπεράσπισης του κατηγορούμενου και δίνουν και πάλι τον τελευταίο λόγο στον κατήγορο ή τον δικηγόρο του.
Ακόμα και αν γίνει δεκτό το δικαίωμα του κατήγορου να απαντήσει σε νομικούς ισχυρισμούς οι οποίοι αφορούν στην παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και στην κατάχρηση της διαδικασίας ή κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου να απαντήσει σε οποιονδήποτε νομικό ισχυρισμό προβάλλει ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του και σε οποιαδήποτε θέση προβάλλει σε σχέση με τα γεγονότα, που δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία, θα έπρεπε ρητά να προβλεφθεί το δικαίωμα τελικής ανταπάντησης του κατηγορούμενου ή του δικηγόρου του στην παραπάνω απάντηση του κατήγορου. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να προστεθεί στο τέλος της διάταξης ότι ο κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του έχει πάντα δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Μόνο με αυτή την προσθήκη θα μπορούσε να πραγματωθεί το δικαίωμα της «τελευταίας λέξης» ως θεμελιώδες για το δικαίωμα υπεράσπισης.
Στα πρακτικά της επιτροπής που επεξεργάστηκε το τροποποιητικό νομοσχέδιο [1] αναφέρονται διαφωτιστικά συγκριτικά στοιχεία για άλλες έννομες τάξεις και συγκεκριμένα, στα είκοσι ένα (21) κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απάντησαν το σχετικό ερωτηματολόγιο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Κοινοβουλευτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ECPRD), είτε παρέχεται ως δικαίωμα στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του να αγορεύει τελευταίος μέσω σχετικής νομοθεσίας, πλην ενός κράτους μέλους όπου το εν λόγω δικαίωμα δίνεται δυνάμει σχετικής πρακτικής, είτε προβλέπεται ρητά ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του αγορεύει πάντα στο τέλος. Επίσης, σε οκτώ (8) κράτη μέλη προβλέπεται ότι ο κατηγορούμενος έχει τον τελικό λόγο, ακόμη και μετά την τελική αγόρευση του συνηγόρου του. Σύμφωνα επίσης με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο του Ηνωμένου Βασιλείου, η κατηγορούσα αρχή αγορεύει πρώτη και μετά ακολουθεί η υπεράσπιση.
Στην ελληνική έννομη τάξη, το άρθρο 367 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) αναφέρει: "Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο" ενώ στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι "δικαίωμα δευτερολογίας έχει ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι". Τέλος, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος".
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου 224/2018, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ (ΑΠ 934/2017, ΑΠ 32/2017).[2]
Η τροποποίηση του κυπριακού νόμου ποινικής δικονομίας που επιφέρει αναδιάταξη των αγορεύσεων στην ποινική δίκη, αναμφισβήτητα κινείται προς την θετική κατεύθυνση διορθώνοντας τον δικονομικό αναχρονισμό που ίσχυε μέχρι την έκδοση του ν.130/2023, ωστόσο δεν έλυσε συνολικά το πρόβλημα καθώς αποστέρησε το δικαίωμα της τελικής ανταπάντησης στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι οι τελευταίοι που θα πρέπει να ακούγονται εντός της δικαστικής αίθουσας πριν την ανακοίνωση της δικαστικής απόφασης.
Σχόλια