Παραμερίστηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με την οποία δεν διορίστηκε αιτητής στη θέση Επαρχιακού Δικαστή: Διαπιστώθηκε ελλιπής έρευνα
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας ως Ακυρωτικό Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο, παραμέρισε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, με την οποία δεν διόρισε τον αιτητή στη θέση Επαρχιακού Δικαστή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε ελλιπής έρευνα και έτσι, θα πρέπει να διενεργηθεί εκ νέου από το κατάλληλο στάδιο, με δεδομένο το ακυρωτικό αποτέλεσμα.Με την ένστασή του ο αιτητής ήγειρε δύο ζητήματα: Το πρώτο αφορά ζήτημα ελλιπούς πρακτικού και το δεύτερο ήγειρα δύο επί μέρους ζητήματα σε σχέση με την αρνητική σύσταση.
Η αρνητική σύσταση είχε ως εξής: «Γνωρίζω τον υποψήφιο από τις εμφανίσεις του κατά τον χρόνο που ασκούσα ποινική δικαιοδοσία. Οι ενδοιασμοί μου και ο προβληματισμός μου έγκειται όχι κατά πόσο είναι νομικά καταρτισμένος αλλά αναφορικά με τον χαρακτήρα του. Κρίνω ότι παρουσιάζει ανειλικρίνεια στα λεγόμενα του σε κάποιες περιπτώσεις για απλά ζητήματα η οποία ανειλικρίνεια υποκρύβεται πίσω από το κέλυφος της επίπλαστης ευγένειας προς το Δικαστήριο. Οι θέσεις του πολλές φορές αναφορικά με γεγονότα της υπόθεσης για εμφανή ζητήματα είναι να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και να το αποπροσανατολίσουν εσκεμμένα.»
Στην Ένσταση σε σχέση με την αρνητική σύσταση αναφέρεται: (α) το ΑΔΣ δεν φαίνεται να ζήτησε οποιαδήποτε διευκρίνιση ή συμπληρωματική άποψη από τον δικαστή που συνέταξε την αρνητική σύσταση και (β) δεν τέθηκε κατά τη δεύτερη συνέντευξη οποιαδήποτε ερώτηση ή προβληματισμός αναφορικά με την ύπαρξη αρνητικής σύστασης από επαρχιακό δικαστή ή σε σχέση με τον χαρακτήρα ή την ακεραιότητα του ενισταμένου, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί επί της ύπαρξης οποιωνδήποτε σχετικών ισχυρισμών εις βάρος του.
Το ΑΣΔ απέρριψε τον ισχυρισμό του ενιστάμενου σχετικά με το ελλιπές πρακτικό και ασχολήθηκε με το ζήτημα της αρνητικής σύστασης, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
"Το κρίσιμο ερώτημα έγκειται στο κατά πόσον θα έπρεπε το ΑΔΣ προτού λάβει υπόψη την αρνητική σύσταση, στο πλαίσιο διαμόρφωσης της δικής του αξιολόγησης ως προς τον χαρακτήρα του ενισταμένου, να προβεί σε περαιτέρω διερεύνηση της. Το κατά πόσον θα έπρεπε να θέσει στη συνέχεια τυχόν αρνητικά ευρήματα που θα προέκυπταν ενώπιον του ενισταμένου ώστε να έχει την ευκαιρία να τα σχολιάσει, είναι ζήτημα το οποίο ακριβώς θα ανέκυπτε εάν και εφόσον από την έρευνα προέκυπταν τέτοια αρνητικά ευρήματα.
Η απάντηση εξαρτάται από το κατά πόσον η σύσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αναφορά γεγονότος ή σειράς γεγονότων τα οποία θα έπρεπε να διερευνηθούν περαιτέρω, ή κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια γενική αξιολογική κρίση της όλης παρουσίας του ενισταμένου ενώπιον των Δικαστηρίων. Σημασία, όπως πάντοτε, έχουν οι συγκεκριμένες λέξεις για να διαπιστωθεί το πραγματικό νόημα.
Επρόκειτο μεν για γενικόλογο ισχυρισμό, αλλά δεν ήταν μια αξιολογική κρίση γενικής φύσεως. Ήταν ένας σοβαρός ισχυρισμός ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προσομοιάζει ακόμα και με καταγγελία πειθαρχικού αδικήματος για εσκεμμένες προσπάθειες παραπλάνησης του δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, ο σοβαρός αυτός ισχυρισμός για ανέντιμη και αντιδεοντολογική συμπεριφορά είχε απέναντι του τις 28 θετικές συστάσεις που αναφέρονταν και στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του".
Το ΑΣΔ καταλήγει ως εξής:
"Θεωρούμε ότι οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις καθιστούσαν απαραίτητη τη διερεύνηση από το ΑΔΣ της αρνητικής σύστασης, εφόσον αποφασίστηκε να ληφθεί υπόψη, παρά το γενικόλογο και αόριστο του χαρακτήρα της. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι επιβάλλεται να διερευνάται κάθε αρνητική σύσταση. Θεωρούμε ότι η ιδιαιτερότητα των περιστάσεων προκύπτει με σαφήνεια μέσα από τα λεχθέντα ανωτέρω.
Δεν παραβλέπουμε ότι ομόφωνη ήταν η κρίση του ΑΔΣ για την ελλιπή νομική κατάρτιση του ενισταμένου σε σχέση με πτυχές του αστικού δικαίου. Κρίθηκε όμως ως μη κατάλληλος για διορισμό με αναφορά και στην αρνητική σύσταση έναντι των 28 θετικών, χωρίς η αρνητική σύσταση να διερευνηθεί. Διαπιστώνεται τοιουτοτρόπως ελλιπής έρευνα. Η διαδικασία δεν μπορεί να διαχωριστεί από την διαπίστωση αυτή. Θα πρέπει να διενεργηθεί εκ νέου από το κατάλληλο στάδιο και υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος.
Εν όψει των ανωτέρω η Ένσταση επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση παραμερίζεται..."
Σχόλια