Ανατροπή πρωτόδικης απόφασης του Διοικ.Δικαστηρίου Διεθν.Προστασίας που είχε δικαιώσει αιτητή ασύλου

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δικάζοντας έφεση του Γεν. Εισαγγελέα κατά απόφασης του Διοικ.Δικαστηρίου Διεθν.Προστασίας ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση που είχε ακυρώσει την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

Συγκεκριμένα ο αιτητής (εφεσίβλητος) μετά από την απόρριψη του αιτήματός του από την Υπηρεσία Ασύλου, κατέθεσε προσφυγή εναντίον της Δημοκρατίας στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

Μεταξύ των λόγων που επικαλέστηκε, ήταν η αναρμοδιότητα του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου να λάβει την απόφαση για απόρριψη του αιτήματός του, για το λόγο ότι το όνομα και/ή η υπογραφή του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν αναγράφονταν στην απορριπτική επιστολή που έλαβε.

Παρότι η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας -επικαλούμενη την αρχή ότι το θέμα της αρμοδιότητας του προσώπου που έλαβε τη διοικητική απόφαση εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο- κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δύο έγγραφα της Υπηρεσίας Ασύλου με τα οποία βεβαίωνε τόσο το πρόσωπο που υπόγραψε την απόφαση όσο και ότι αυτό ορίσθηκε να εκτελεί καθήκοντα σε σχέση με την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή.

Συγκεκριμένα το ΔΔΔΠ στην απόφαση του σημείωσε ότι το έγγραφο που κατατέθηκε σε σχέση με την ταυτότητα του προσώπου που υπόγραψε την επίδικη απόφαση, ημερομηνίας 5.05.2020, ' . θα έπρεπε να προσαχθεί στο δικαστήριο ακολουθώντας δικονομικά το ορθό διάβημα για προσαγωγή μαρτυρίας και όχι κατά το στάδιο των διευκρινίσεων με την προφορική αγόρευση της συνηγόρου των Καθ΄ ων η Αίτηση'. Η επιστολή δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και το περιεχόμενο της αγνοήθηκε. Πρόσθεσε ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Κατέληξε ότι δεν είχε προσδιορισθεί η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση και κατ' επέκταση ' . δεν υπάρχει αρμοδιότητα οργάνου'.[1]

To ΑΣΔ κατ’ αρχήν αναφέρει στην απόφαση του ότι "η προσαγωγή εγγράφων και μαρτυριών στη διοικητική δίκη, δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της απόδειξης που ισχύει στην πολιτική δίκη. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας που διέπει την πολιτική δίκη, όπου η ευθύνη για προσαγωγή μαρτυρίας βαρύνει αποκλειστικά τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. C Kassinos Construction Ltd (1990) 3 A.A.Δ 3835)". Επικαλείται δε τη νομολογία σύμφωνα με την οποία «ο Δικαστής στη διοικητική δίκη δεν περιορίζεται στα στοιχεία που παρουσιάζουν οι διάδικοι, αλλά, για πληρέστερη έρευνα, μπορεί να δώσει οδηγίες για προσκόμιση εγγράφων που κρίνει ότι είναι σχετικά και ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης».

Σύμφωνα με την απόφαση του ΑΣΔ,  «ο Νόμος 73(Ι)/2018 που προνοεί για τη λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας δίδει ιδιαίτερα ευρείες εξουσίες στο εν λόγω Δικαστήριο, με ρητές και σαφείς προβλέψεις  όσον αφορά την προσαγωγή μαρτυρίας. Οι εξουσίες αυτές αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για το Δικαστήριο για τη διενέργεια ελέγχου ως προς την ορθότητα της απόφασης ή της πράξης».

Και το ΑΣΔ καταλήγει:

«Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο ενώ εξέτασε και αποδέχθηκε το αίτημα που υποβλήθηκε για την προσκόμιση του υπό κρίση εγγράφου, ακολούθως, στην τελική απόφασή του, απέκλινε από το σκεπτικό της ενδιάμεσης απόφασης του και επανεξέτασε το θέμα αποδεκτότητας του εγγράφου, το οποίο όμως είχε ήδη αποφασίσει. Υπενθυμίζουμε ότι η μόνη επιφύλαξη που εκφράσθηκε αρχικά, κατά την ακρόαση, αφορούσε τη βαρύτητα που θα εδίδετο στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, κατά πόσο ήταν επαρκές για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου.

 Στην τελική του απόφαση το Δικαστήριο ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, σε σχέση με την αποδεκτότητα του υπό κρίση εγγράφου. Έκρινε ότι το εν λόγω έγγραφο θα έπρεπε να προσαχθεί, «.  ακολουθώντας δικονομικά το  ορθό διάβημα για προσαγωγή μαρτυρίας και όχι κατά το στάδιο των αγορεύσεων με την προφορική αγόρευση της συνηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση», παραγνωρίζοντας ότι είχε ήδη αποδεχθεί την κατάθεση του εγγράφου, μετά από σχετικό προφορικό αίτημα που υποβλήθηκε από τη Δημοκρατία. Απόκλινε από την προηγούμενη κρίση του χωρίς να δικαιολογήσει την πιο πάνω ενέργειά του.

 Η κρίση του δικαστηρίου ότι το έγγραφο δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη καθότι παρουσιάστηκε ακολουθώντας λανθασμένο διάβημα δεν συνάδει με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας. Πέραν τούτου, το δικαστήριο παραγνώρισε τις ευρείες εξουσίες που είχε σε σχέση με το θέμα αυτό, με βάση τις ρητές διατάξεις του Νόμου και των Διαδικαστικών Κανονισμών αλλά και με βάση τις αρχές της νομολογίας. Ο λόγος έφεσης 2 γίνεται δεκτός.

 Η πιο πάνω κατάληξή μας είναι καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επανεκδίκαση, με βάση τις αρχές που θέσαμε πιο πάνω.  Καμία διαταγή για έξοδα».

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο cylaw.org



[1] Απόσπασμα από την απόφαση του ΑΣΔ Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/20) 10 Σεπτεμβρίου, 2024 πηγή cylaw.org

 

Σχόλια

Top Legal Stories

Ανάλυση του Νόμου περί Προώθησης και Προστασίας του Μητρικού Θηλασμού (21(I)/2018)

Νομικές Σπουδές: Οι τρεις Νομικές Σχολές της Ελλάδας

Κενή μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Νομικών Θεμάτων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως

Το δικαίωμα πληροφόρησης του εγγυητή δανείου και το ειδικό δικαίωμα πρόσβασης στην κατάσταση λογαριασμού του δανείου

Κενή μόνιμη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου (Νομικά Θέματα) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου